HeadShort.png

[ † Χρύσω Πέππα] Εκείνοι εκ των Αγίων που έχουν μεγαλύτερη δόξα είναι που είχαν την μεγαλύτερη ταπείνωση

 

Ιούνιος 1967

Παναγία Παρθένος: που αξιώθηκε να γίνει μητέρα του Υιού και λόγου του Θεού, που η τιμή της και δόξα της είναι ασύγκριτα ανώτερη της δόξας των Χερουβίμ και των Σεραφείμ, το λέει:

«......επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού».

Αβραάμ: Δοξάστηκε τόσο ώστε να γίνει γενάρχης και πατέρας του Κυρίου αφού κατά το ανθρώπινο, προήλθε εκ του γένους Αβραάμ ακόμα και Πατέρας όλων που θα πιστέψουν στον Χριστό και όμως τι λέει ο μέγας αυτός Πατριάρχης οτι είναι;

«.......Εγώ δε ειμί γη και σποδός» Γεν. ιη΄ 27 «Χώμα και στάκτη».

΄Αλλος μέγας ο Προφήτης και Πρόδρομος και Βαπτιστής Ιωάννης, που το ύψος του μας δίνει ο Αρχάγγελος Γαβριήλ Λουκ. α΄ 15.

«....ούτος έσται μέγας ενώπιον του Κυρίου, αλλά και ο ίδιος ο Κύριος. Ούκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού» Ματθ. ια΄2.

«Οποία δόξα και όμως τι λέγει.......»;

«Ού ουκ ειμί ικανός, έλεγε, κύψας λύσε τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού» Μαρκ. α΄7.

Παύλος: Μέγας και ένδοξος, άνθρωπο εκλογής Του τον ονομάζει ο Χριστός (Πρ.Θ.15 και κστ΄ 17).

Αυτός λοιπόν ο Παύλος που η καρδιά του εφλέγετο για την δόξα του Θεού και την σωτηρία των ανθρώπων, αυτό που αξιώθηκε ζώντας ακόμη ν’ ανέλθει μέχρι τρίτου ουρανού και να ακούσει ρήματα και λόγους υπερκόσμιους και απόρρητους, αυτός το τέτοιος και τόσος Παύλος είχε τόσο ταπεινό φρόνημα ώστε θεωρούσε τον εαυτό του «έκτρωμα».

Α΄ Κορ. ιε΄ 8: «και ως τον πρώτον αρμαρτωλόν» Χριστός Ιησούς έλεγε, «ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος είμι εγώ».

Α΄ Τιμόθ. α΄ 15:

Αναγνώριζε ότι όλα τα καλά ήταν από τον Θεό, δικό του θεωρούσε μόνον τις αμαρτίες του, οπότε συλλογιζόμενος την διαγωγή του (διώκτης από άγνοια) εθεωρείτο εκ πεποιθήσεως πρώτος αμαρτωλός (τα οποία του συγχώρησε βέβαια ο Θεός), όμως το θυμόταν πάντα, οπότε με τέτοια συναίσθηση, δεν στα αμαρτήματα των άλλων. π.χ. για να το εννοήσουμε καλύτερα.

Ασθενής με φοβερούς πόνους – αισθάνεται μόνο τους δικούς του πόνους και με πεποίθηση φρονεί ως ο πλέον πάσχων.....ενώ είναι πλείστοι οι περισσότερο πάσχοντες. Παρόμοιο λοιπόν στον Παύλο, όπως όλοι οι ΄Αγιοι που είχαν την αρετή της αυτογνωσίας, τους εαυτούς τους προσέχοντας θεωρούσαν ότι είναι οι αμαρτωλότεροι των ανθρώπων.

Ο ταπεινόφρων, και εδώ, είναι ευτυχισμένος διότι βοηθούμενος από την χάρη του Θεού που είναι πάντα με τον ταπεινό εύκολα αποφεύγει αμαρτία – προάγεται στην αρετή και εξασκεί την υψίστη των αρετών, την αγάπη. Είναι ακόμη γαλήνιος και αναπαυόμενος διότι ζει εις αυτόν το: «όταν ο Θεός μεθ’ ημών ουδείς καθ΄ ημών».

Οπότε με μέσον την προσευχή έρχεται ο Φωτισμός και η Χάρις του Θεού στον να νοεί ο άνθρωπος ορθά και να εκτιμά τα πράγματα αληθινά.

Το δένδρο της ζωής & του θανάτου [ † Χρύσω Πέππα]

 

Αυτά τα δέντρα τα συναντούμε στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου της Αγίας Γραφής, στην «Γένεση». Το βιβλίο αυτό μας μιλάει με λόγια απλά, όχι επιστημονικά, για την κοσμογονία. 35 Αιώνες πέρασαν από τότε που γράφτηκαν τα λόγια αυτά. Η σημερινή επιστήμη δέχεται ότι εάν εμείς, οι σημερινοί επιστήμονες θέλαμε να γράψουμε μια περίληψη της κοσμογονίας με λόγια απλά, όχι επιστημονικά. Το καλλίτερο που θα είχαμε να κάνουμε είναι να αντιγράψουμε αυτό το πρώτο κεφάλαιο της «Γενέσεως». Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αντίθεση μεταξύ της Αγίας Γραφής και των σημερινών επιστημονικών ανακαλύψεων. Αγία Γραφή και επιστήμη συμφωνούν κατά πάντα. ΄Αλλον τομέα εξετάζει η επιστήμη και άλλον η Αγία Γραφή. Εκεί όμως όπου η Αγία Γραφή αγγίζει τον επιστημονικό τομέα, λέει εκείνα τα οποία η σημερινή επιστήμη δέχεται ως αλήθεια.

Αυτό το πρώτο κεφάλαιο μας δίνει μία λύση στο θέμα εκείνο το οποίο θεωρείται ότι είναι «το αίνιγμα του Σύμπαντος». 1) Μας εισάγει την έννοια του Δημιουργού του Σύμπαντος, 2) μας εξηγεί τη γη επάνω στην οποία ζούμε, 3) μας εξηγεί τον άνθρωπο. Τα τρία αυτά τόσο μεγάλα και σημαντικά θέματα που απασχολούν κάθε άνθρωπο δεν εξηγούνται τελειωτικά σε αυτό το κεφάλαιο, απλώς γίνεται μία εισαγωγή και εν σπέρματι μας λέει μερικές αλήθειες.

Δεν αποκλείει τη ζωή σε άλλα ουράνια σώματα, αυτό όμως το βιβλίο γράφτηκε για μας που ζούμε στη γη. Την εποχή που γράφτηκε η κοσμογονία του Μωϋσή όλοι οι άλλοι λαοί είχαν τερατώδεις κοσμογονίες που μιλούν για δράκους και τέρατα, αναφέρουν μυθολογικά όντα και εξηγούν τη δημιουργία του Σύμπαντος με την ανθρώπινη λογική. π.χ. Όλοι οι αρχαίοι λαοί νόμιζαν ότι η γη στηρίζεται επάνω σε ένα όν, ζώο ή αντικείμενο, στηρίζεται σε κάτι επάνω. Μόνο η Αγία Γραφή μας γράφει ότι η γη στηρίζεται στο κενό και είναι κρεμασμένη στο μηδέν ( Ιώβ κε΄ 7 ). «Εκτείνει τον βορέαν (Βόρειο Πόλο) επί το κενόν, κρεμά την γην επί το μηδέν».

Η Αγία Γραφή αρχίζει με αυτά τα τόσο απλά αλλά μεγαλειώδη λόγια ( Γεν. α΄ Ι ) «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Μία τυφλή δύναμις δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτε. Μία δύναμις για να δημιουργήσει χρειάζεται την καθοδήγηση του νου και τον έλεγχο και κυριαρχία της θελήσεως.

Το Σύμπαν δεν δημιουργήθηκε τυχαία, αλλά με το σχέδιο ενός υπερτάτου νου, κάτω από την κυριαρχία της θελήσεως αυτού του όντος. Πίσω από τη δημιουργία ανακαλύπτουμε ένα πρόσωπο αόρατο, πνευματικό και υπερβατικό.

Ο Θεός είναι άχρονος, γι’ αυτό και ποτέ δεν μας μιλάει για χρόνια και ημέρες, γιατί         ( Πέτρ. γ΄ 8 ) «Μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη, και χίλια έτη ως ημέρα μία». Πρώτα ο Θεός δημιουργεί τα ουράνια σώματα, το φως, διαχωρίζει τη γη από τη θάλασσα, κατόπιν το φυτικό βασίλειο, κατόπιν το ζωικό βασίλειο και τελευταία τον άνθρωπο.

Η δημιουργία του ανθρώπου

 Προκειμένου ο Θεός να δημιουργήσει όλα τα άλλα κτίσματα, ο Θεός απλώς διατάζει και ο λόγος γίνεται αμέσως έργο. π.χ. «ας γίνει φως», διατάζει ο Θεός «και εγένετο φως». Όταν πρόκειται όμως να δημιουργήσει τον άνθρωπο, ο Θεός δεν προστάζει μόνο, αλλά φαίνεται σαν να γίνεται ένα συμβούλιο με τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. ( Γεν. α΄ 26 ) «Και είπεν ο Θεός, ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ΄ ομοίωσιν ήμών».( Γεν. α΄ 27 ) «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς».

Ενώ στην αρχή λέει ότι, ας κάμωμεν τον άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών καθ’ ομοίωσιν ημών, κατόπιν εις το άλλο εδάφιο, το 27, μας λέει ότι τον εδημιούργησε μόνον κατ’ εικόνα. Γιατί αυτό; Γιατί το καθ’ ομοίωσιν εξαρτάται και από εμάς. Ο Θεός μας έδωσε το μεγάλο προνόμιο να μας δημιουργήσει κατ’ εικόνα δική του, τώρα μας αφήνει ελεύθερους, αν θέλουμε και εργαστούμε εντατικά ο Θεός  είναι έτοιμος να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε και το «καθ’ ομοίωσιν». Μας έδωσε τη δική του εικόνα, αλλά αυτό αφορά μόνο την ψυχή μας. Ο Θεός έπλασε το σώμα του ανθρώπου από το χώμα ( Γεν. β΄ 7 ) «Και έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης, και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής».

Η ψυχή μας λοιπόν είναι πνεύμα, έχει λογική για να γνωρίζει και να διακρίνει εκείνα που δεν μπορούν να γνωρίσουν το άλογα ζώα. ΄Εχει νου, με τον οποίο διακρίνει τον Αόρατο Δημιουργό, έχει θέληση και ελευθερία, για να μπορεί να διαλέξει το σωστό δρόμο. Η ψυχή του Αδάμ είναι ελεύθερη, αγαθή, με κλίσεις άγιες και αγαθές διαθέσεις. Ακόμα δεν είχε φθάσει στο ύψος της τελειότητας, αυτή θα την αποκτούμε σιγά – σιγά με τη σωστή εκλογή κατά την ώρα της δοκιμασίας και την πρόοδο στην άσκηση της αρετής, και τότε θα αποκτούσε τον «καθ΄ ομοίωσιν».

Ο πρώτος άνθρωπος που επλάσθηκε από το Θεό είναι ο Αδάμ, του έλειπε όμως και ένας σύντροφος, στον οποίο να εκδηλώνει τις σκέψεις του, τη χαρά του, την αγάπη του. Το σύντροφο αυτό του έδωσε ο Θεός στο πρόσωπο της Εύας που δημιουργήθηκε από μία πλευρά του Αδάμ, για να δείξει ο Θεός ότι η γυναίκα είναι όχι ίση, αλλά ισότιμη  προς τον άνδρα. Πήρε μία πλευρά κάτω από το βραχίονα και κοντά στην καρδιά του Αδάμ και δημιούργησε την Εύα, για να δείξει ότι είναι ισότιμη και ότι ο Αδάμ έχει καθήκον να την αγαπά, σαν δικό του μέλος, σάρκα από την σάρκα του και οστό από τα οστά του.

Ο Θεός παίρνει τη γυναίκα και την δίνει στον Αδάμ, αυτός δεν την παίρνει μόνος του. Ο Αδάμ χωρίς να έχει Πατέρα και Μητέρα προφητεύει και λέει: ( Γεν. β΄ 24 ) «Ένεκεν τούτου καταλήψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού. Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν». Ο δεσμός του γάμου είναι υπέροχος και υπέρτατος, ανώτερος και από αυτούς τους φυσικούς δεσμούς.

Ο Κήπος της Εδέμ

Ο Θεός ευλόγησε τον Αδάμ και την Εύα και τους έδωσε εξουσία και κυριαρχικά δικαιώματα  επάνω σε όλη τη γη και την εντολή να αποκτήσουν απογόνους ( Γεν. α΄ 28 ) «Και ευλόγησεν αυτούς (Αδάμ και Εύα) ο Θεός και είπε προς αυτούς ο Θεός, αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης».

Ο Θεός ετοιμάζει την κατοικία τους, δεν είναι κανένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο, με πλούσιο στολισμό και με εξαιρετική επίπλωση, αλλά ένας θαυμάσιος κήπος, ο Κήπος της Εδέμ, αληθινός επίγειος παράδεισος τροφής και ανέσεως. Στέγη τους ήταν ο ουρανός, με όλη την ομορφιά και τη δόξα, με τη λάμψη του ήλιου κατά την ημέρα και την απειρία των άστρων και το ασημένιο φως της σελήνης κατά τη νύχτα. Πάτωμά του ήταν η γη, η οποία ακόμα δεν είχε αγριέψει όπως έγινε αργότερα με την παρακοή, αλλά ήταν ένα περιβάλλον ήρεμο, φιλόξενο, γεμάτο από δέντρα, λουλούδια, καρπούς. ΄Ενα τέτοιο Παράδεισο δεν μπρούμε ούτε καν να τον φανταστούμε. Φροντίζει και για την τροφή τους ( Γεν. α΄ 29 ) «Και είπεν ο Θεός, ιδού σας έδωκα πάντα χόρτον κάμνοντα σπόρον........και παν δένδρον το οποίον έχει εν εαυτώ καρπόν δένδρου κάμνοντας σπόρον, τούτο θέλουσιν είσθε εις εσάς προς τροφήν».

Μέσα σε αυτόν τον Παράδεισο ( Γεν. β΄ 9 ) «Και Κύριος ο Θεός  έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν και καλόν εις την γεύσιν». Δέντρα πανύψηλα και μικρά κλαράκια και θάμνοι. Δέντρα που αντηχούσε το γλυκό κελάϊδημα των πουλιών. Δέντρα πλατύφυλλα με παχύ ίσκιο και δέντρα με λεπτά φύλλα που έρριχναν ελαφριά σκιά. Λουλούδια και φύλλα με πολλούς και διαφορετικούς χρωματισμούς και θαυμάσιες μοσκοβολιές που έριχναν ένα ευχάριστο άρωμα στον αέρα που μπορούσε να ευχαριστήσει όλες τις αισθήσεις. Τα δέντρα έφεραν επίσης και πολλούς καρπούς διαφορετικούς σε σχήμα, σε χρώμα, σε ευωδιές. Διαφορετικούς επίσης και στη νοστιμάδα και τη γλυκύτητα.


Τα δύο δέντρα στη μέση του Παραδείσου

Ξεχωριστά από όλα τα άλλα δέντρα στον τόπο που να φαίνονται καλλίτερα και να διακρίνονται από το σχήμα και το μέγεθος, αλλά και από τη θέση που ήταν φυτεμένα μέσα στον Παράδεισο, εφύτεψε ο Θεός δύο δέντρα μεγάλης σπουδαιότητας ( Γεν. β΄ 9 ) Το πρώτο λεγόταν «το δένδρον της ζωής» και το άλλο ήταν το δένδρον του θανάτου». Εκαλείτο «το δένδρον του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού».

( Γεν. β΄ 16-17 ) Από τους καρπούς όλων των δέντρων μπορούσε ο άνθρωπος να φάει. Ο Θεός τον συμβούλευσε να μην φάει (δηλαδή να αφομοιώσει, να γίνει μέρος του εαυτού του), από τον καρπό του δέντρου του θανάτου. Θα ελάμβανε βέβαια γνώση και θα εγνώριζε ποιο είναι το καλό και το κακό, χωρίς όμως να το αφομοιώσει. ΄Ενας γιατρός ξέρει ότι το αρσενικό είναι ένα τρομερό δηλητήριο, ποτέ όμως δεν το δοκίμασε, γιατί αν το δοκίμαζε θα πέθαινε. Αν οι πρωτοδημιούργητοι άνθρωποι δεν έτρωγαν αυτό το φαρμακερό καρπό δεν θα πέθαιναν, θα μάθαιναν μόνο τι τρομερή δυστυχία και καταστροφή παρακολουθεί τον άνθρωπο που τρώει, δηλαδή αφομοιώνει το κακό.

Η εντολή του Θεού

( Γεν. β΄ 15 ) «Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον και έθεσεν αυτόν εν τω Παραδείσω της Εδέμ δια να εργάζεται αυτόν και να φυλάττη αυτόν». Εργαζόταν γιατί η εργασία είναι εντολή του Θεού, καλλιεργούσε τον κήπο που δεν ήταν δικός του και δεν δημιουργήθηκε μέσα σε αυτόν, αλλά ήταν το δώρο του Θεού. Εργαζόταν όπως και ο καθένας από εμάς εργάζεται στο βιοποριστικό του έργο, το επάγγελμα, την τέχνη. Εργαζόταν όμως χωρίς ιδρώτα και κόπο, χωρίς αγωνία και άγχος. Παράδεισος όμως είναι και η ψυχή του καθενός την οποία και αυτή πρέπει να την καλλιεργεί.

Η εντολή όμως του Θεού ήταν και να τον φυλάει. Εδώ έχουμε την πρώτη υπόδειξη, ότι εκτός από το άπειρο αγαθό, υπήρχε και το κακό, από το οποίο ο άνθρωπος έπρεπε να φυλάγεται, υπήρχε ένας κίνδυνος και για την ψυχή του και για τον κήπο.

Η πτώση του ανθρώπου

Στα δύο πρώτα κεφάλαια γνωρίσαμε μόνο την Πηγή του Αγαθού που είναι ο Θεός και τον άνθρωπο, άρσεν και θήλυ είναι ένας άνθρωπος. Στο τρίτο κεφάλαιο συναντούμε ένα άλλο πρόσωπο, τον πεσμένο Εωσφόρο, το σατανά. Αυτός λαμβάνει τη μορφή του φιδιού και πλησιάζει την Εύα. Δεν έχει σημασία αν ήταν ο Αδάμ ή η Εύα, πλησιάσε τον άνθρωπο ( Γεν. ε΄ 1-2 ) «Καθ΄ ήν ημέραν εποίησεν ο Θεός τον Αδάμ, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν ΄Αρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς, και ευλόγησεν αυτούς, και εκάλεσε το όνομα αυτών, Αδάμ, καθ΄ ην ημέραν εποίησεν αυτούς».

Ας δούμε τώρα τον τρόπο με τον οποίο τον εξαπάτησε: Στην αρχή το φίδι κάνει μία ερώτηση που φαίνεται αθώα και απονήρευτη, είναι όμως η πρώτη επίθεση ( Γεν. γ΄ 1 ) «Τω όντι είπεν ο Θεός, μη φάγητε από παντός δένδρου του Παραδείσου».

Ο εχθρός δεν ρωτά γιατί δεν γνωρίζει, αλλά μέσα σε αυτή την αθώα ερώτηση κρύβεται μια ύπουλη υποβολή. Σηκώνει μια αμφιβολία που αφορά την αγαθότητα του Θεού και υποβάλλει ότι κάθε περιορισμός είναι τυραννικός και σκληρός.

«Τόσα δέντρα και τόσους καρπούς είχες στη διάθεσή σου άνθρωπε, σε ένα μόνο καρπό έχεις μια μοναδική εντολή να μη τον φας γιατί απλούστατα θα σου προξενήσει το κακό και τον θάνατο». ΄Ετσι αρχίζει η συνομιλία με τον άρχοντα του κακού. Όταν όμως ο άνθρωπος αρχίζει να συζητεί και να κουβεντιάζει με το κακό, είναι βέβαιο ότι θα την πάθει, γιατί ο αρχέκακος όφις είναι πολύ πιο πονηρός και ύπουςλο και δεν μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να τα βγάλουμε πέρα μαζί του. Γι’ αυτό το καλλίτερο που έχουμε να κάνουμε είναι ποτέ να μη συζητούμε με τον άρχοντα του σκότους και ποτέ να μην ρωτάμε και αμφιβάλουμε για τις εντολές του Θεού.

Έτσι λοιπόν αρχίζει ο διάλογος. Η γυναίκα απαντά ( Γεν. γ΄ 2-3 ) «Και είπεν η γυνή προς τον όφιν, από του καρπού των δένδρων του Παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν, από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του Παραδείσου, είπεν ο Θεός, μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτό, δια να μη αποθάνητε». Η απάντηση της γυναίκας δεν είναι απόλυτα αληθινή, έβαλε πάρα πάνω από ότι είπε ο Θεός. Ο Θεός είπε «μη φάγητε» αλλά όχι «μη εγγίσητε» γιατί μόνο εάν φάμε, το αφομοιώνουμε και το κάνουμε δικό μας. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει πολλές φορές όταν ο άνθρωπος μιλάει για τους περιορισμούς που έχει βάλει ο Θεός, προσθέτει πάρα πάνω από ότι είπε ο Κύριος.

Δεύτερη επίθεση του κακού, είναι η άρνησις του λόγου του Θεού. Ο Θεός δεν λέει την αλήθεια αλλά λέει ψέματα ( Γεν. γ΄ 4 ) «Και είπεν  ο όφις προς την γυναίκα, δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει». Ο περιορισμός που σας έβαλε ο Θεός δεν είναι μόνον τυραννικός αλλά και ψευδής. Ο Θεός είχε πει ( Γεν. β΄ 17 ) «Καθ΄ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξ άπαντος αποθάνει». Ο σατανάς λέει «δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει». Τώρα γίνεται η τρίτη επίθεση, η οποία είναι η πλέον ύπουλη και κακόβουλη, «όχι, δεν θα πεθάνετε» τους λέει ο όφις «εξεύρει ο Θεός ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας και θέλετε είσθε ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν».

΄Ετσι λοιπόν ο εχθρός διαστρέβλωσε την αλήθεια και τους είπε ότι ο λόγος για τον οποίον ο Θεός έθεσε τον ένα αυτό και μοναδικό περιορισμό ήταν ότι ήθελε να κρατήσει πάντοτε τον άνθρωπο σε κατώτερη κατάσταση, να μη γίνει ποτέ ίσος και όμοιος με αυτόν. Ενώ στην πραγματικότητα εάν ο Αδάμ είχε δείξει εμπιστοσύνη εις τον Θεό, τότε θα μπορούσε να φάει από τους καρπούς του δέντρου της ζωής και θα ζούσε αιώνια. Κάτω από τον υλικό καρπό ενός δέντρου κρυβόταν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που θα εδίδετο εις τον Αδάμ, εάν έμενε πιστός και θα τον έκανε αθάνατο και κατά το σώμα.

Το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι όπως μερικοί νομίζουν η σχέση του γάμου, γιατί αυτή αποτελεί ένα μυστήριο, το οποίο ο ίδιος ο Θεός ευλόγησε μέσα στον Παράδεισο πριν από την πτώση. Το λάθος του Αδάμ ήταν ότι έδειξε εμπιστοσύνη και πίστεψε στα λόγια του εχθρού, η δε εμπιστοσύνη του προς τον Θεό κλονίστηκε. Πίστεψε στην διαβολή, συκοφαντία και βλασφημία του σατανά. Πίστεψε ότι ο Θεός δεν είναι αγαθός, γιατί συνέχεια τους απαγορεύει. Ενώ στην πραγματικότητα ο Θεός θέλει να τον προφυλάξει από το κακό και τον συμβουλεύει όπως ένας αγαθός Πατέρας το παιδί του, όπως ο γιατρός τον άρρωστο, να μην κάνει ορισμένα πράγματα τα οποία θα τον βλάψουν. Για να καταλάβουμε πόσο παράλογη ήταν αυτή η σκέψη του Αδάμ, ας σκεφτούμε μόνο ότι ο Θεός τον είχε πλημμυρίσει από αγαθά. Του ετοίμασε το ωραιότερο παλάτι για κατοικία. Του έδωσε σύντροφο στη ζωή του που ήταν πλασμένη από το πλευρό του, του έδωσε πολλούς γευστικούς, χυμώδεις καρπούς σε μεγάλη ποικιλία, με ένα και μόνο περιορισμό, ένα καρπό να μη φάει, γιατί θα τον έβλαπτε.

Πίστεψε ο Αδάμ ότι ο Θεός λέει ψέματα, που Αυτός είναι η Αλήθεια. Και τελικά ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για το καλό και την ευτυχία του ανθρώπου, αλλά θέλει να βρίσκεται ο άνθρωπος στο σκοτάδι της αγνοίας, μήπως γίνει και αυτός Θεός και σηκώσει το κεφάλι κατά του Δημιουργού του.Αυτά τα τρία πράγματα πίστεψε ο Αδάμ:

  1. Ο Θεός δεν είναι αγαθός, γιατί του επιβάλλει περιορισμούς,
  2. Ο Θεός λέει ψέματα,
  3. Δεν θέλει την ευτυχία και την άνοδό του.

  Επίστεψε τις τρεις αυτές βλασφημίες και συκοφαντίες, γκρεμίστηκε μέσα στην ψυχή του η αγαθότης και η ακεραιότης του Θεού και αυτό είναι το προπατορικό αμάρτημα.

Τη στιγμή όμως που ο άνθρωπος, εξ απάτης βέβαια, απομακρύνθηκε από τον Θεό, έχασε τον Παράδεισο, γιατί ο Παράδεισος δεν είναι μόνο ένας τόπος, αλλά είναι προ παντός η κατάσταση της ψυχής που είναι ενωμένη με τον Θεό.

Αυτά συνέβησαν στον Παράδεισο της Εδέμ, συμβαίνουν όμως παντού και πάντοτε. Ο άνθρωπος εύκολα πιστεύει ότι ο Θεός δεν είναι αγαθός, γιατί δεν εννοεί να ταυτίσει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού. Ότι ο Χριστιανισμός είναι όλο απαγορεύσεις. Ότι ο λόγος του Θεού δεν λέει την αλήθεια, λέει ψέματα, ότι δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό, εάν αγνοήσει τον ηθικό νόμο και ότι ο Θεός δεν θέλει να προοδεύσει ο άνθρωπος, αλλά συνέχεια να τον καταπιέζει, ενώ γνωρίζουμε ότι τον δημιούργησε «κατ’ εικόνα Θεού» και με την ελεύθερη εκλογή του άνθρωπος να αποκτήσει και το «καθ΄ ομοίωσιν».


Η πτώση της Εύας

Η Εύα προσέχει και πιστεύει τα συκοφαντικά λόγια που με πολλή πανουργία της υποβάλλει ο αρχέκακος όφις. Τώρα αρχίζει να περιεργάζεται το δέντρο του θανάτου ( Γεν. γ΄ 6 ) «Και είδεν η γυνή ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν (πόσες φορές οι αισθήσεις μας δεν μας εξαπατούν, αντί να στηριχθεί η Εύα εις το λόγο του Θεού, στηρίχτηκε στην αίσθηση της οράσεως) και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν, και λαβούσα εκ του καρπού αυτού έφαγε και έδωκε και εις τον άνδρα αυτής μεθ’  εαυτής και αυτός έφαγε». Χρησιμοποιεί την λέξη έφαγαν όχι είδαν ή άγγιξαν, γιατί μόνο όταν τρώμε κάτι το αφομοιώνουμε και το κάνουμε ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Η Εύα δεν πρόσεξε και δεν φυλάχτηκε και σιγά – σιγά, σκαλί με σκαλί την έφερε ο εχθρός εκεί που ήθελε ( Α΄ Ιν. β΄ 16 ) «Η επιθυμία της σαρκός (το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν), η επιθυμία των οφθαλμών (ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς), και η αλαζονία του βίου (επιθυμητόν τον δένδρον ως δίδον γνώσιν)».

Η Εύα τρώει τον καρπό από το δέντρο του θανάτου

Ο διάβολος δεν έχει καμιά εξουσία να εξαναγκάσει το ελεύθερο πλάσμα του Θεού να κάνει μια πράξη. ΄Εδωσε μόνο μια δόλια και καταστρεπτική συμβουλή. Στην εξουσία της Εύας ήταν να ακούσει τη συμβουλή ή να μην την ακούσει. Μόνη της απεφάσισε να φύγει και τρώει γιατί θέλει να φάει. Πάντοτε ο άνθρωπος διατηρεί μία σχετική ελευθερία εκλογής, γιατί και ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση υπνώσεως, που η θέλησή του σχεδόν εκμηδενίζεται, δεν θα σκοτώσει ποτέ κανένα αν δεν το θέλει.

Κατόπιν η Εύα, αφού έφαγε αυτό τον καρπό, γίνεται όργανο και παρασύρει τον Αδάμ ο οποίος και αυτός τρώει. Έφαγαν γιατί πίστεψαν ότι ο Θεός δεν είχε  φροντίσει αρκετά για την καλυτέρευση της ζωής τους. ΄Εφαγαν γιατί ζήτησαν να γίνουν και αυτοί Θεοί και ζήλεψαν την μεγαλειότητα του Θεού.

Τα ίδια πράγματα προσέφερε και ο Θεός και ο όφις. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατά την δική του εικόνα και με την ελεύθερη εκλογή του θα γινόταν και «καθ’ ομοίωσιν», δηλαδή όμοιος με τον Θεό, αν ακολουθούσε τον δρόμο της υπακοής και εμπιστοσύνης. Ο σατανάς του προσφέρει τα ίδια πράγματα. Να γίνουν θεοί με το να παρακούσουν τον Θεό και το αποτέλεσμα ήταν ότι μπήκε μέσα στην ανθρώπινη ζωή ο πόνος, ή πίκρα, η θλίψη, τα δάκρυα, ο θάνατος, όχι μόνο ο σωματικός που είναι απλώς ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή, αλλά προ παντός ο δεύτερος θάνατος που ονομάζεται και απώλεια, που είναι ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεό, οπότε ο άνθρωπος χάνει όλα του τα αγαθά, αισθάνεται πως είναι γυμνός, γιατί η ψυχή του αδειάζει από τη Χάρη του Θεού. Για πρώτη φορά γνωρίζει το φόβο, που είναι ο μεγάλος εχθρός του ανθρώπου, που συνέχεια τον βασανίζει. Για πρώτη φορά γνωρίζει και το θάνατο. Τον μεν σωματικό στα παιδιά του, γιατί ο Κάϊν σκότωσε τον ΄Αβελ. Τον δε ψυχικό τον αισθάνεται αμέσως, γιατί όποιος απομακρύνεται από την Πηγή του Αγαθού και του Φωτός που είναι ο Θεός, ζει πια εξόριστος από τον Παράδεισο, μακριά από το σπίτι του Πατέρα, μέσα στο σκοτάδι, τη γύμνια, το φόβο, στερημένος από όλα τα αγαθά.

Συνέπειες της πτώσεως

Μια νέα σπορά γίνεται μέσα στις καρδιές τους, η σπορά που έκανε το δηλητήριο της παρακοής. Πρώτα γυμνώθηκαν, στερήθηκαν από τη Χάρη του Θεού και την συνεχή επικοινωνία με την Πηγή του Αγαθού. Κατόπιν ντρέπονται για την ενοχή τους. Και μπαίνει ο φόβος μέσα στην ψυχή τους, που είναι ο πικρός και φαρμακερός καρπός του δέντρου του θανάτου.

Το πρωτοδημιούργητο ζεύγος δεν πηγαίνει προς τον Θεό, αλλά ο Θεός έρχεται προς αυτό, αυτοί κρύβονται γιατί φοβούνται. Αν είναι ποτέ δυνατόν να κρυφτεί κανείς από το μάτι του Θεού ( Γεν. γ΄ 9 ) «Εκάλεσε δε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπε προς αυτόν, που είσαι»;

Ο Θεός ρωτά για την κατάσταση της ψυχής τους, «που βρίσκεσαι», έρχεται ο Θεός σαν φιλόστοργος Πατέρας να βοηθήσει τον άνθρωπο που έχει πέσει, όπως αργότερα θα ερχόταν ο Μονογενής του Υιός «ζητείσαι και σώσαι το απολωλός». Οι δύο ένοχοι δεν εξομολογούνται με ειλικρίνεια, αλλά όπως πολλές φορές συμβαίνει και σε μας, ο Αδάμ ρίχνει την αιτία στην Εύα. Τώρα μετά την πτώση την κατηγορεί, ότι αυτή τον παρέσυρε και στάθηκε η αιτία του κακού, ενώ πριν από την πτώση είπε γι’ αυτήν ( Γεν. β΄ 23 ) «Και είπεν ο Αδάμ, τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου».  Πόση διαφορά τώρα στα αισθήματα και τη συμπεριφορά του ανδρός προς την γυναίκα.

Η Εύα ρίχνει όλη την ευθύνη στο φίδι. Με απάτησε είπε. Το ότι δέχεται οτι απατήθηκε, αυτό σημαίνει ότι μετενόησε.

Απόφαση δικαιοσύνης και ελέους του Θεού

Ο Θεός δεν συζητεί με το σατανά, ενώ συζητεί με τον Αδάμ και την Εύα, δεν του θέτει καμιά ερώτηση, ούτε τον αφήνει να απολογηθεί, γιατί ξέρει ότι είναι ανώφελο. Η απόφαση του Θεού ήταν κατάρα για το φίδι, για τον Αδάμ απόφασης μαζί με έλεος, και για τη γυναίκα απόφαση που έχει όμως μέσα της το σπέρμα της λάμψης και της ελπίδας.

Το φίδι θα σέρνεται πάντοτε κάτω στη γη και θα τρώει χώμα. Δεν θα έχει τη δύναμη να πετάξει ψηλά, να γνωρίσει κάτι καλλίτερο και ανώτερο, αλλά έτσι σιχαμερό και φρικτό θα σέρνεται πάντα κάτω και θα τρέφεται μόνο με το χώμα, τίποτε το ανώτερο και το πνευματικό.

Εξαγγέλλει το πολεμικό διάταγμα. «Κηρύττω τον πόλεμο», λέει ο Θεός μεταξύ των δύο παρατάξεων, οι απόγονοι του φιδιού είναι η μία και οι απόγονοι του Υιού της Παρθένου είναι η άλλη.

Σε αυτό τον πόλεμο που δεν θα έχει ποτέ ούτε ειρήνη ούτε ανακωχή, οι απόγονοι του φιδιού θα κεντήσουν την πτέρνα, θα προξενήσουν δηλαδή πόνο περαστικό στον Υιό της Παρθένου. Αυτός δε θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού, δηλαδή θα του καταφέρει θανατηφόρο πλήγμα. Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε οι απόγονοι του Υιού της Παρθένου, βρισκόμαστε σε εχθρικό έδαφος, γι’ αυτό και καταδιωκόμεθα, ονειδιζόμαστε και βασανιζόμαστε και γι’ αυτό ο Κύριός μας «γρηγορείτε» (όπως ένας στρατός βάζει πάντοτε άγρυπνους φρουρούς μέρα και νύχτα) «και προσεύχεσθε», «ζητήσατε την βοήθειάν μου».

Η απόφαση εναντίον του Αδάμ, η γυναίκα σου σε παρεκίνησε να φας από τον καρπό του δέντρου του θανάτου, δεν σε εξεβίασε όμως. Μόνος σου το θέλησες και το έκανες. Ο Θεός δεν καταριέται τον Αδάμ, αλλά τη γη. Προηγουμένως ο Αδάμ καλλιεργούσε τον κήπο, αλλά ήταν μία εργασία ευχάριστη, μιά ανακούφιση, χωρίς κόπο και άγχος. Τώρα όμως η γη αγριεύει. Ύστερα από την κατάρα του Θεού. Η γη  αρχίζει να βλαστάνει για πρώτη φορά αγκάθια και τριβόλους (το αγκάθι είναι το σύμβολο της κατάρας του Θεού, δι’ αυτό και όταν ο Ιησούς Χριστός επάνω στο Σταυρό έγινε «κατάρα υπέρ ημών» (Γαλάτας γ΄13-14), εφόρεσε το σύμβολον της κατάρας που είναι το ακάνθινο στεφάνι. Ο Αδάμ θα τρώγει το ψωμί του με «τον ιδρώτα του προσώπου του¨, με κούραση, με λύπες και στενοχώριες, γιατί πολλές φορές η σοδειά θα καταστρέφεται, (Ρωμαίους η΄20-23) «Τη ματαιότητι η κτίσις υπετάγη…..ότι και αύτη η κτίσις ελευθερώνεται από της δουλείας της φθοράς….».

Η απόφαση ως προς τη γυναίκα είναι (Γένεσις γ΄16) « Προς δε την  γυναίκα είπεν ο Θεός, θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου, με λύπας θα γεννάς τα τέκνα σου….».

Ο Θεός έδωσε όμως στην Εύα  και την ωραιότερη και λαμπρότερη ελπίδα, ότι μόνον από σένα, τη γυναίκα, θα γεννηθή ο Λυτρωτής. Με τον πόνο και τη θλίψη, τη λύπη και τα δάκρυα θα ανοίξει ο δρόμος της νίκης εναντίον του εχθρού και συνεπώς θα ήρχετο η απελευθέρωσις και η Λύτρωσις του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος έξω από τον παράδεισο

Με την ελεύθερη εκλογή του ο άνθρωπος έχασε τον Παράδεισο. Τώρα ένας άλλος δρόμος ανοίγεται μπροστά του, στενόχωρος, πικρός, φαρμακερός, που θα γεύεται συνέχεια τους καρπούς της παρακοής του που είναι η θλίψη, ο κόπος, η αρρώστια, ο θάνατος. Μαζί με τον Αδάμ βγήκαμε και όλοι από τον Παράδεισο, είμαστε εξόριστοιθ, αυτή είναι η ιστορία μας και η καταγωγή μας.

Υπάρχει όμως το Πρωτευαγγέλιον του Θεού, η λαμπρή ελπίδα, το σπέρμα της γυναικός, ο Υιός της Παρθένου. Ήλθε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός και με τη θυσία του μας άνοιξε και πάλι την πόρτα του ουρανού και έγινε ο δρόμος και η γέφυρα από την οποία αν θελήσουμε να την περάσουμε, θα φθάσουμε στην Ουράνια Πατρίδα μας, στο Παράδεισο του Θεού.

Ο Χριστός μας περιμένει!

Φτάνει να απλώσουμε το χέρι μας και Αυτός είναι έτοιμος να μας πιάσει από το χέρι και να μας οδηγήσει στην αιώνια ζωή.

Αποκάλυψις β΄7 : «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστίν εν τω παραδείσω του Θεού μου»

Αποκάλυψις κβ΄2:  «εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής, ποιούν καρπούς δώδεκα, κατά μήνα έκαστον αποδιδούν τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών».

Έμπρακτος Χριστιανισμός και Ενότης [ † Χρύσω Πέππα]


Στήν Αντιόχεια ήρθαν προφήτες από τήν Ιερουσαλήμ. Προφήτες ήταν μία ομάδα ανθρώπων, αξιωματούχοι της Εκκλησίας, λειτουργοί του Υψίστου καί αυτοί πού είχαν τό χάρισμα νά προλέγουν τά όσα είναι νά γίνουν καί προπάντων νά εξαγγέλλουν τό θέλημα τού Θεού.

Ξέρομε πώς τότε τρεις ομάδες ανθρώπων θεωρούντο αρχηγοί, κύρια πρόσωπα της Εκκλησίας, (α) Οι Απόστολοι πού τους θεωρούσαν κατευθείαν διαδόχους του Χρίστου καί πού η δικαιοδοσία τους περιλάμβανε όχι κατά τόπους μα όλη τήν Χριστιανική Εκκλησία, (β) οι Διδάσκαλοι η Επίσκοποι, οι Πρεσβύτεροι, πού ήταν οι κατά τόπους εντεταλμένοι υπεύθυνοι αρχηγοί καί (γ) οι Προφήτες.

Γι' αυτούς τους τελευταίους μαθαίνομε από τήν διδαχή των 12 Αποστόλων, βιβλίο του 100 μ.Χ. περίπου, πώς οι Προφήτες μπορούσαν νά τελούν τό μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας καί τήν λειτουργίαν όχι μόνον όπως είχε καθορισθεί καί περιλαμβάνεται είς τό βιβλίο της Διδαχής, αλλά καί όπως αυτοί θά ήθελαν, Είχαν δηλ. περισσότερη ελευθερία από τους άλλους καί τούτο γιατί είχαν ιδιαίτερα χαρίσματα. Όμως φαίνεται, πώς υπήρχαν καί ιδιαίτεροι κίνδυνοι γι' αυτούς.

Εύκολα μπορούσε νά γίνει σύγχυση μεταξύ ενός προφήτου καί ενός ψευδοπροφήτου καί η διδαχή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου νά μη εξαπατηθούν οι πιστοί από τους ψευδοπροφήτες και νά καταλήξη νά ζουν οι τελευταίοι σαν ακατάλληλοι άνθρωποι είς βάρος της Εκκλησίας. Ο προφήτης πρέπει νά απολαμβάνει φιλοξενίας πάντα γιά μια νύχτα, άλλα όχι περισσότερο αν δεν εργάζεται. Τότε είναι ψευδοπροφήτης, όπως επίσης καί ψευδοπροφήτης είναι εκείνος πού σε έκσταση η όραμα ευρισκόμενος ζητάει χρήματα η φαγητό, Σιγά σιγά οι Προφήτες εξέλιπον και η Εκκλησία σήμερα δεν έχει στίς τάξεις της ανθρώπους με τέτοιο αξίωμα, χάρισμα η θέση όπως είχε η τότε πρώτη Χριστιανική Εκκλησία. Οι Προφήτες λοιπόν ήταν περιπλανώμενοι άνθρωποι του Θεού σε κείνα τά χρόνια της πρώτης Εκκλησίας.

Ένας τέτοιος, ο Άγαβος, έρχεται στην Αντιόχεια και προφητεύει λιμό στην χώρα. Σέ ποια χώρα; Στήν οικουμένη ολόκληρη, στην Ιουδαία ή στο Ρωμαϊκό Κράτος; Μάλλον γιά τήν Ιουδαία θά εννοεί, γιατί έπεσε εκεί πείνα τό 45 μ.Χ. Έπεσε όμως 4 φορές πείνα στο Ρωμαϊκό Κράτος από τό 41-54 επί Κλαυδίου, Ενδιαφέρον είναι ότι βρισκόμαστε τώρα είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο γύρω στά 43 - 44 μ.Χ. Αυτό σημαίνει ότι όλα τά γεγονότα πού παρακολουθήσατε ως τώρα από τήν Πεντηκοστή ως τήν ίδρυση της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, της Σαμάρειας, της Δαμασκού, της Αντιόχειας, όπως καί οι διωγμοί των πρώτων Χριστιανών καί ο πρώτος μάρτυς ο Στέφανος, καθώς καί η μεταστροφή του Παύλου έγιναν μέσα σε 10 χρόνια αφού ο Χριστός σταυρώθηκε τό 33 - 34 μ.Χ. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη τά μέσα της εποχής εκείνης για διάδοση ιδεών, οπότε δεν υπήρχαν ούτε μεταφορικά μηχανοκίνητα μέσα, ούτε τυπογραφεία, ούτε τηλέγραφος ή ραδιόφωνο, και αν ακόμα σκεφθεί κανείς ποιοί άνθρωποι απαρτίζανε τό πρώτο αυτό Χριστιανικό φύραμα θα δει πίσω από όλα αυτά τό Πνεύμα τό Άγιο ολοζώντανο.

Η πείνα λοιπόν έπεσε. Καί τότε όλοι οι Χριστιανοί της Αντιοχείας αποφασίζουν νά μαζέψουν χρήματα καί νά τά στέλνουν στους αδελφούς στην Ιουδαία. "Εφ' ω καί εποίησαν." Το είπαν καί το έκαναν. "Ένα άπό τά πιο δύσκολα πράγματα. Δεν φθάνει η πρόθεσης εάν δέν γίνει ποτέ πραγματικότης. 0 δρόμος προς τήν κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.

Πέρα όμως από τήν απόφαση πού εκτελείται βλέπουμε πώς αν καί δέν εφήρμοζε η Εκκλησία της Αντιόχειας τήν κοινοκτημοσύνη όπως στα Ιεροσόλυμα πού πουλούσαν τά πάντα καί τα έκαναν κοινά, οι Αντιοχείς αισθάνονταν ωστόσο ότι ο πλούτος τους δέν είναι μόνο για αυτούς αλλά καί γιά τους άλλους, ένα από τά βασικά σημεία στην ερμηνεία του πλούτου κατά τήν Χριστιανική αντίληψη.

Ακόμα δίνουν όσα ο καθένας έκρινε. Δεν γίνεται υποχρεωτική εισφορά, αλλά σύμφωνα με τήν ατομική προθυμία καί κρίση. Κατά τούτο ο Χριστιανισμός δεν είναι δικτατορικός, δέν είναι ο κόσμος μάζες μα άτομα μέ βούληση και κρίση. Προτιμούν τους αδελφούς στην Ιουδαία. Μάθημα γιά μας πώς αν καί δέν σημαίνει πώς ο κάθε άνθρωπος μας είναι αδιάφορος, εν τούτοις είναι προτιμητέος ο δικός μας άνθρωπος. "Οικείοι πίστεως" Χαρακτηριστικό είναι σε αυτή τήν πράξη: Α' Ο έμπρακτος Χριστιανισμός, η εφαρμογή του Ευαγγελίου της κρίσεως. Β' Ή ενότης της Εκκλησίας. Αισθάνονται τήν ανάγκη νά στείλουν βοήθεια σε αυτούς πού έχουν ανάγκη, τους νοιώθουν ένα μαζί τους.

Τό σημερινό μας πρόβλημα είναι που νά τήν πρωτοστείλουιιε τήν βοήθεια. Δουλειά του σατανά θά είναι αυτή η σκέψη, γιατί μέ τό που να τήν στείλω καί τι να πρωτοπροφθάσω δέν κάνω τίποτε. Όταν τήν διάθεση γιά βοήθεια τήν προστατεύει ή αγάπη, θά σου δείξει τον δρόμο ο Θεός που καί πως να σταλεί. Οι Χριστιανοί στην Αντιόχεια δίνουν πάλι τό παράδειγμα, κινούνται με δραστηριότητα καί μέ ενότητα καί στέλνουν τά συγκεντρωμένα αγαθά μέ τόν Βαρνάβα καί τόν Παύλο. Είναι ανάγκη τήν βοήθεια νά τήν εμπιστευόμαστε σέ άξια πρόσωπα, πρόσωπα εμπιστοσύνης καί ελεγμένης πνευματικότητας, άλλως θά αποτύχει.

Ο Παύλος καί ο Βαρνάβας πάνε τήν βοήθεια στήν Ιουδαία στους αδελφούς, καί εκτός από τήν υλική βοήθεια πάνε μαζί τό μήνυμα της αγάπης των Χριστιανών της Αντιόχειας καί φέρνουν σέ μας (α) τήν ιστορική διαβεβαίωση πώς η Εκκλησία αισθανόταν ΄Μία΄ καί (β) το δίδαγμα πώς έτσι ενωμένοι μονάχα μπορούμε να αλληλοβοηθηθούμε καί εμείς καί νά εξασκήσομε σωστά τόν Χριστιανισμό μας.

Χρύσω Πέππα

Περί πίστεως [† Χρύσω Πέππα]


Μεταξύ άλλων πραγμάτων που έχουμε να επιτελέσουμε, στην ζωή αυτή, έχουμε να φτιάξουμε και να χτίσουμε μία οικοδομή. Όλοι όσοι έχουμε χτίσει ένα σπίτι ξέρουμε πόσα προβλήματα προκύπτουν ώσπου να τελειώσει.
Εδώ όμως πρόκειται για την οικοδομή του χαρακτήρα μας. Πρέπει να οικοδομήσουμε, να διαμορφώσουμε και να καλλιεργήσουμε τον Χριστιανικό μας χαρακτήρα. Υπάρχει όμως μία διαφορά.
Στο σπίτι που θα οικοδομήσουμε εδώ, θα ζήσουμε το πολύ 100 χρόνια. Ενώ τον Χριστιανικό χαρακτήρα που θα διαμορφώσουμε, μ’ αυτόν θα ζήσουμε για πάντα, αιώνια. Γιατί όπως φύγουμε έτσι και θα ζήσουμε, θα παραμείνουμε αιώνια.
Σε κάθε οικοδομή χρειάζεται ένα θεμέλιο και μάλιστα στέρεο. Είθε ο Θεός να μας φωτίσει να βρούμε το σωστό θεμέλιο, να βρούμε το κατάλληλο αγκωνάρι ν’ ακουμπήσουμε την οικοδομή μας.
Ο απόστολος Παύλος λέει: «η πέτρα είναι ο Χριστός» δεν υπάρχει άλλο θεμέλιο και ούτε μπορούμε να βάλουμε στη ζωή μας άλλο θεμέλιο, παρά το ένα, το μοναδικό και αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός.
Για να μπει αυτό το θεμέλιο του χαρακτήρα μας χρειάζεται την ανάλογη πίστη εκ μέρους μας.
Τι εννοούμε πίστη; Πολλοί λένε ότι πίστη είναι μία μεγάλη δύναμη και φτάνει να πιστεύεις σε οτιδήποτε και αυτό είναι αρκετό. Η πίστη δεν είναι δύναμη, αλλά ο αγωγός, ο φορέας της δυνάμεως.
Η διαφορά είναι τεράστια. Μία λάμπα έχει φως ή μία μηχανή έχει κίνηση, διότι είναι ενωμένη με ένα καλώδιο και μέσα από αυτό το καλώδιο περνάει μία δύναμη που λέγεται ηλεκτρισμός. Και ξέρουμε ότι από αυτό το καλώδιο περνάει ηλεκτρισμός, μόνο από τα αποτελέσματα. Αυτό το καλώδιο ενώνει την λάμπα ή την μηχανή με το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Εάν δεν υπάρχει αυτό το καλώδιο, αυτή η ένωση, δεν υπάρχει ούτε φως, ούτε θερμότητα ούτε κίνηση. Αυτό είναι η πίστη. Η πιστη λοιπόν, δεν είναι δύναμη, αλλά ο αγωγός της δυνάμεως.
Και δεν είναι να πιστεύω σε οτιδήποτε, διότι αν έχω ένα καλώδιο ξεκρέμαστο σε τι με ωφελεί.
Πρέπει να έχω την σωστή πίστη, δηλαδή, το καλώδιό μου να είναι ενωμένο. Η ψυχή να είναι ενωμένη με τον Θεό. Και τότε η παντοδυναμία του Θεού μπαίνει στην δική μου αδυναμία. Και τότε όπως λέει ο Κύριος «τα πάντα δύνανται τω πιστεύοντι». Φθάνει να πιστεύεις και τα πάντα δύνασαι, αλλά όχι εσύ, η πίστη, ο αγωγός που φέρνει μέσα σου η δύναμη του Θεού και τότε δύνασαι και εσύ τα πάντα. Ο Παύλος φωνάζει: «τα πάντα δύναμαι εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» διότι την δύναμη μου την δίνει ο Χριστός. Βλέπουμε τι παρεξήγηση υπάρχει στο θέμα πιστεύω και σε τι να πιστεύω και τι είναι πραγματική πίστη. Για ν’ αποκτήσω αυτή την πίστη χρειάζεται ορισμένη προεργασία.
Χρειάζεται εκ μέρους μου μία ταπείνωση για να καταλάβω εγκαίρως πόσο αδύναμος είμαι. Και να ζητήσω την δύναμη στο μόνο πρόσωπο που μπορώ να την βρω. Έπειτα να έχω γνώση Θεού και εκείνων των πραγμάτων και θεμάτων που λέει ο Θεός. Και αυτή τη γνώση μπορώ να την βρω μόνο στο βιβλίο της Κ.Δ. που είναι ένα γράμμα που στέλνει ο Πατέρας μου σε μένα.
Όταν λάβω ένα γράμμα από ένα αγαπητό πρόσωπο, με χαρά και απληστία το διαβάζω να μάθω τι κάνει, τι μου λέει. Αν δεν μ’ ενδιαφέρει πετάω το γράμμα και δεν το διαβάζω. Εμείς τι κάνουμε με αυτό γράμμα, το διαβάζουμε ή όχι; Αν ναι, τότε ξέρουμε.
Όταν λέμε τα πάντα δύνασαι, ίσως υπάρχει μία παρεξήγηση. Διότι εμείς νομίζουμε ότι ο Θεός θα μας δώσει όλα όσα θέλουμε. Αφού μου λέει «αιτήτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσετε» και εγώ του ζήτησα να σώσει το παιδί μου, του ζήτησα για την υγεία μου κ.λπ. και δεν έγινε. Και εκεί επάνω κλονίζεται η πίστη.
Και βλέπουμε ανθρώπους που πριν πήγαιναν στην Εκκλησία κ.λπ. και ενόμιζαν ότι είναι Χριστιανοί, διότι είχαν μορφή ευσεβείας, να κλονίζονται. Αλλά ο Χριστιανισμός δεν απευθύνεται στο εξωτερικό του ανθρώπου, ούτε σε εξωτερικές πράξεις και κινήσεις, αλλά στον εσωτερικό άνθρωπο. Πολλοί έχουμε, μορφή ευσεβείας, ακόμη και στην ταυτότητά μας. Γράφει Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Δεν ξέρουμε όμως τι σημαίνει Χριστιανός Ορθόδοξος. Τι περιεχόμενο έχει αυτή η θρησκεία.
Ο Χριστιανισμός 2.000 χρόνια υπάρχει και διαδίδεται.
Η Αγία Γραφή είναι γραμμένη στην γλώσσα μας.
Ξέρουμε τι γράφει, τι ζητάει ο Θεός από εμάς, τις μας υπόσχεται, τι θα μας δώσει, τι να του ζητήσουμε.
Αυτό είναι το γράμμα του πατέρα μας.
Τι ξέρουμε γι’ αυτό; Όλοι μας είμαστε άνθρωποι μορφωμένοι, παρακολουθούμε όλες τις επιστημονικές εξελίξεις, και κάνουμε πολύ καλά.
Αλλά αυτό το βιβλίο, αυτό το γράμμα είναι αιώνιο. Όλα όσα μαθαίνουμε, μας χρειάζονται βέβαια αλλά είναι μόνο για τα λίγα χρόνια που θα ζήσουμε εδώ.
Όταν όμως βρεθούμε στην αιωνιότητα , πως θα την αντιμετωπίσουμε; Τι ξέρουμε για την αιωνιότητα;
Όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο της Κ.Δ., μας δίνει όλες τις πληροφορίες τις απόλυτα απαραίτητες για να γνωρίσουμε ό,τι πρέπει να γνωρίζουμε.
Όχι παραπάνω, δεν ικανοποιεί την περιέργειά μας.
Μας δίνει μόνο τις απαραίτητες πληροφορίες για την δική μας κατάρτιση, για να χτίσουμε το δικό μας οικοδόμημα, το δικό μας χαρακτήρα.
Χρειάζεται γνώση Θεού και εμπιστοσύνη. Τι εννοούμε εμπιστοσύνη. Είναι σαν αυτόν που πέφτει στην θάλασσα χωρίς να ξέρει κολύμπι. Όσο σφίγγεται, τόσο βουλιάζει.
Όταν όμως αφήσει το σώμα του ελεύθερο επιπλέει.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θεό. Νομίζουμε ότι αν αφήσουμε την λογική και την σύνεσή μας, είναι σαν να πηδάμε στο κενό. Η λογική και η σύνεση μας χρειάζονται, είναι δώρο Θεού. Αλλά τα θέματα του Θεού είναι υπέρ λόγου, είναι παραπάνω από την λογική μας.
Και όμως αν τολμήσουμε να κάνουμε αυτό το πήδημα, κάτω από τα πόδια μας δεν θα βρούμε το χάος και την άβυσσο, αλλά θα συναντήσουμε τον βράχο των αιώνων, που μόνο αυτός μας στηρίζει στην ζωή μας.
Για ν’ αποκτήσουμε αυτήν την πίστη, η οποία βέβαια καλλιεργείται, χρειάζεται να έχουμε αυτά τα εφόδια. Θα δούμε τρία παραδείγματα από τρεις ανθρώπους. Ο ένας είχε μεγάλη πίστη, ο άλλος μέτρια και ο άλλος πολύ μικρή. Θα δούμε πως δέχθηκε ο Χριστός αυτούς τους τρεις βαθμούς πίστεως, πως απάντησε στην πίστη αυτών των ανθρώπων και τι έγινε με αυτούς τους τρεις ανθρώπους.
Ο πρώτος ήταν ο εκατόνταρχος. ΄Ενας εκατόνταρχος την εποχή εκείνη ήταν Ρωμαίος αξιωματικός.
Το επεισόδιο έγινε στην Καπερναούμ, που ήταν η πρωτεύουσα της Γαλιλαίας. Ο Ιησούς όπως γνωρίζουμε γεννήθηκε στην Βηθλεέμ και ανατράφηκε στην Ναζαρέτ. Σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο δεν μπορούσε κανείς ν’ αναπτύξει δημόσια δράση αν δεν είχε συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του.
Όταν έγινε 30 ετών, αφού βαπτίστηκε από τον Ιωάννη και πέρασε τους πειρασμούς στο σαραντάριο όρος, έφυγε από την Ναζαρέτ και εγκαταστάθηκε στην Καπερναούμ, η οποία ήταν η δική του ιδιαίτερη πόλη.
Εκεί ήταν ο εκατόνταρχος ο οποίος είχε έναν δούλο.
Εκείνη την εποχή ένας δούλος δεν είχε κανένα δικαίωμα, τα πάντα εξαρτώντο από τον αφέντη του, που είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω του, μπορούσε και να τον σκοτώσει απλώς για διασκέδαση.
Η κατάργηση της δουλείας είναι ένα από τα επιτεύγματα του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός κατόρθωσε μόνο με τον φωτισμό της συνειδήσεως των ανθρώπων να τον καταργήσει. Αυτός ο εκατόνταρχος ήταν ένας άνθρωπος πολύ ανώτερος, αφού παρακαλεί
3
τον Χριστό, όχι για το παιδί του, ούτε για κανέναν της οικογενείας του, ούτε για Ρωμαίο, αλλά για έναν δούλο.
Στέλνει τους πρεσβυτέρους των Εβραίων, γιατί νομίζει ότι ο ίδιος δεν έχει θέση, δεν μπορεί να μιλήσει στον Ιησού.
Όλη η Παλαιστίνη βρισκόταν κάτω από την κατοχή των Ρωμαίων και αυτός δεν τολμά να μιλήσει σ’ έναν Εβραίο μαραγκό. Εμείς τώρα ξέρουμε τι είναι ο Χριστός.
Άλλά εκείνη την εποχή ήταν ένας μαραγκός που καταγόταν από την Ναζαρέτ, δεν είχε σπουδάσει σε καμιά ραββινική σχολή, χωρίς τίποτα στην εξωτερική εμφάνιση που να δείχνει ότι ήταν κάποιος σπουδαίος.
Ένας απλός άσημος Ναζωραίος. Στέλνει αυτός ο κατά κόσμον δυνατός εκατόνταρχος τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων και του λένε. – Να σώσεις και να θεραπεύσεις τον δούλο του, διότι είναι σε άσχημη κατάσταση και υποφέρει.
Του λένε ότι «άξιος εστί» είναι άξιος αυτός ο εκατόνταρχος, διότι «αγαπά το έθνος ημών και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν ημίν» (Λουκ. Ζ΄ 1-10). Άρα αξίζει να του κάνεις την χάρη που σου ζητά για τον δούλο του. «ο δε Ιησούς επορεύετο συν αυτοίς» πήγαινε προς το σπίτι του εκατόνταρχου μαζί τους «ήδη δε αυτού ου μακράν απέχοντος από της οικίας έπεμψε προς αυτόν ο εκατόνταρχος φίλους λέγων αυτώ. Κύριε, μη σκύλλου, ου γαρ ειμί ικανός ίνα υπό την στέγην μου εισέλθης».
Δεν αξίζω να μπεις στο σπίτι μου. Και εμείς όταν πλησιάζουμε το άγιο ποτήριο, για να πάρουμε αυτόν τον ίδιο τον Κύριο, όχι στο σπίτι μας αλλά μέσα μας τι πρέπει να σκεφθούμε; Πως πρέπει να πηγαίνουμε; «διο ουδέ εμαυτόν ηξίωσα προς σε ελθείν, αλλ΄ ειπέ λόγω και ιαθήσεται παις μου». Δεν έκρινα ούτε τον εαυτό μου άξιο να έλθω αυτοπροσώπως σε σένα, γι’ αυτό έστειλα τους πρέσβεις «αλλά ειπέ λόγω». Ο λόγος σου και από μακριά έχει δύναμη. Μόνο ο λόγος του Θεού είχε την δύναμη εκ του μη όντως να φτιάξει το σύμπαν. «Είπε ο Θεός γεννηθήτω φως και εγένετο κ.λπ.». «Ειπέ λόγω» είμαι βέβαιος ότι θα θεραπευθεί αφού το πεις εσύ. «ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς εθαύμασεν αυτόν, και στραφείς τω ακολουθούντι αυτώ όχλω είπε, λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Οι δικοί του που είχαν τις προφητείες, δεν είχαν την πίστη που είχε αυτός ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος εκατόνταρχος. Και του είπε «ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Αυτό είναι αξίωμα στο πνευματικό σύμπαν, όπως πιστεύουμε έτσι θα μας γίνει.
Θα μιλήσουμε για μία ιστορία που συνέβη στην Π.Δ. Όλα αυτά είναι γεγονότα που συνέβησαν πραγματικά, αλλά με την διαφορά, ότι αυτά ήταν η σκιά των πραγματικών που θα συνέβαιναν όταν θα ερχόταν στον κόσμο ο Χριστός.
Αφού ο λαός Ισραήλ οδοιπόρησε μέσα στην έρημο, έφθασε στον ακραίο σταθμό, απέναντι από την Παλαιστίνη, την Γη της Επαγγελίας = υποσχέσεως, την γη που ρέει μέλι και γάλα. Τα άνθη και το χορτάρι είναι τόσο άφθονα, που το μέλι και το γάλα ρέουν. Έπρεπε να κατακτήσουν αυτήν την γη.
Τότε ο λαός είπε στον Μωϋσή να στείλει 12 κατασκόπους έναν από κάθε φυλή, να δούνε τι είναι αυτή η χώρα, αν είναι οχυρωμένη, αν οι άνθρωποι είναι πολεμιστές κ.λπ. Πράγματι οι 12 κατάσκοποι έμειναν 40 ημέρες. Όταν γύρισαν πίσω άλλη γνώμη είχαν οι 10 και άλλη οι 2. Συμφωνούσαν μόνο στο ότι η γη ήταν αγαθή και εύφορη. Έφεραν και ένα δείγμα.
Ένα τσαμπί σταφύλι που ήταν τόσο μεγάλο ώστε το είχαν κρεμάσει σ’ ένα ξύλο, που το κρατούσαν δύο άνδρες στους ώμους τους. Αυτό δείχνει πόσο εύφορη είναι η γη που ο Θεός μας υποσχέθηκε.
Οι δέκα είπαν ότι οι πόλεις ήταν οχυρωμένες και οι άνθρωποι γίγαντες και εμείς μπροστά τους είμαστε σαν ακρίδες. Δεν μπορούμε να πάμε εκεί θα μας φάνε. Οι άλλοι δύο, ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεμ, είπαν ότι πράγματι οι πόλεις είναι οχυρωμένες και εμείς δεν ξέρουμε από πόλεμο, ούτε έχουμε όπλα, αλλά μην ξεχνάμε ότι ο Θεός μας είπε ότι αυτή η γη είναι δική μας, φθάνει να τολμήσουμε και θα μας την δώσει. Ο λαός άρχισε να γογγύζει και να λέει ότι κακώς έφυγαν από την Αίγυπτο και να γυρίσουν πίσω.
Μόνο αυτοί οι δύο είπαν ότι αυτή η χώρα η οχυρωμένη, είναι ψωμάκι για την πίστη μας.

Κανείς δεν τους άκουγε. Πως θα τα έβαζαν αυτοί που δεν ήξεραν τίποτε από πόλεμο με οχυρωμένες πόλεις; Και ξέχασαν τις απειράριθμες ευεργεσίες του Θεού.
Πως και την θάλασσα έσκισε για να περάσουν, πως τους έτρεφε τόσα χρόνια με το μάννα, πως του έδωσε νερό από την πέτρα. Τίποτα δεν θυμήθηκαν.
Και είπε ο Θεός «κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν». Όσοι πιστέψανε ότι δεν θα μπουν, δεν μπήκαν και όσοι πιστέψανε ότι θα μπουν μπήκαν.
Στη γη της Επαγγελίας μπήκε η καινούργια γενεά με επί κεφαλής τον Ιησού του Ναυή και του Χάλεμ που πίστεψαν. Οι άλλοι όλοι αφού περιπλανήθηκαν στην έρημο πέθαναν. Αυτός ήταν ο λόγος που περιπλανήθηκαν 40 χρόνια. Λόγω απιστίας.
Στην Π.Δ. ίσχυε το «κατά την πίστιν υμών γεννηθήτω υμίν» ήταν ο νόμος. Στην Κ.Δ. είναι η χάρις. Στον Ρωμαίο εκατόνταρχο είπε ο Κύριος «ως επίστευσας γενηθήτω σοι» και αμέσως εθεραπεύθη ο δούλος.
Τώρα ερχόμαστε σε μία άλλη περίπτωση.
Είναι ένας πατέρας του οποίου ο γιος είναι ετοιμοθάνατος. Έφυγε από την Καπερναούμ όπου έμενε και πήγε στην Κανά που απήχε πολλές ώρες δρόμο, γιατί έμαθε πως εκεί ήταν ο Κύριος. «και απήλθε και απήλθε και ηρώτα = (παρακάλεσε) αυτόν ίνα καταβή και ιάσηται αυτού τον υιόν, ήμελλε γαρ αποθνήσκειν».
Ο Ιησούς κοιτάζει πάντα στο πάντα στο εσωτερικό του ανθρώπου, δεν απαντά σε τι του λέμε, αλλά απαντά στην εσωτερική ανάγκη που έχει ο άνθρωπος. «είπεν ουν ο Ιησούς προς αυτόν, εάν μη σημεία και τέρατα ιδήτε, ου μη πιστεύσητε». Τι κρίμα, του λέει.
Θέλεις ορατά σημεία να πιστέψεις ότι εγώ μπορώ να θεραπεύσω το παιδί σου. Ο εκατόνταρχος είπε «ειπέ λόγω» εσύ όμως ζητάς να έλθω στο σπίτι σου να θεραπεύσω το παιδί σου. Ο πατέρας όμως λέει. «Κύριε, κατάβηθι πριν αποθανείν το παιδίον μου». Το παιδί μου πεθαίνει, τι μου λες για σημεία και τέρατα.
Ο Κύριος δέχεται αυτή τη μικρή πίστη, δέχεται την παράκληση του πατέρα και του απαντά. «λέγει αυτώ ο Ιησούς, πορεύου ο υιός σου ζη».
Πήγαινε μόνος σου, εγώ δεν έρχομαι. Ήταν πέντε το απόγευμα όταν έγινε αυτό. Ο πατέρας έφυγε για την Καπερναούμ, πέρασε όλη τη νύχτα οδοιπορώντας και το πρωί όταν έφθασε στο σπίτι του, οι δούλοι του έτρεξαν και του είπαν «ο παις σου ζη». Ρωτάει τι ώρα ήταν όταν το παιδί του έγινε καλά. Στις πέντε το απόγευμα, του απήντησαν. «και έγνω ουν ο πατήρ ότι εν εκείνη τη ώρα εν η είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι ο υιός ζη». Ο Χριστός εξ αποστάσεως είχε γιατρέψει το παιδί του. Ας προσέξουμε την παιδαγωγική μέθοδο του Χριστού. Δεν πήγε μαζί του και ο πατέρας βάδιζε πολλές ώρες μόνος του και δεν είχε τίποτε παρά τον λόγο του Ιησού «ο υιός σου ζη». Τίποτε άλλο δεν έχουμε εδώ, παρά ένα λόγο του Θεού μας και ζούμε σ’ αυτή τη ζωή και αντιμετωπίζουμε γίγαντες, αρρώστιες, καταστροφές. Αλλά ας είμαστε βέβαιοι ότι όταν φθάσουμε στην ουράνια πατρίδα μας, την αληθινή, θα έρθουν οι υπηρέτες του Θεού, οι άγγελοι να μας πουν ότι όλα όσα μας είπε και είναι γραμμένα στην Βίβλο, ήταν αλήθεια.
Όλα όσα διαβάσαμε και μόνο με τα μάτια της πίστεως βλέπαμε, διότι δεν είχαμε ορατά σημεία, δεν είχαμε που να πιαστούμε και να στηριχτούμε, παρά μόνο τον λόγο του Θεού, όλα ήταν αλήθεια. Θ’ αντιμετωπίσουμε την αιωνιότητα, θα δούμε το φως του προσώπου του Θεού που δεν γνωρίζει δύση, θα δούμε τους αγίους, τους δικαίους, την Υπεραγία Θεοτόκο, τους αγαπημένους μας που φύγανε απ’ αυτή τη ζωή, θα τους δούμε όλους.
Έχουμε μόνο το λόγο του Θεού, κανένα ορατό σημείο, διότι ο Θεός βρίσκεται στο αόρατο σύμπαν.
Το αόρατο σύμπαν δεν μπορούμε να το συλλάβουμε με την λογική μας, είναι υπέρ λόγου. Σ’ αυτή τη ζωή δεν έχουμε τίποτε το χειροπιαστό, βαδίζουμε μόνο μ΄ έναν λόγο. Αυτό είναι πίστη.
Βλέπουμε πως καλλιεργείται η πίστη αυτού του πατέρα και τότε, όταν είδε ότι αυτό που του είπε ο Ιησούς ήταν αλήθεια «και επίστευσεν αυτός και η οικία αυτού όλη». Αυτή τη μικρή πίστη που είχε αυτός ο πατέρας, ο Ιησούς δεν την περιφρόνησε, την πήρε στα άγια χέρια του και την καλλιέργησε. Δεν του έδωσε κανένα ορατό σημείο, παρά μόνο τον λόγο του.

Αν στηριχθείς στον λόγο μου, το παιδί σου έχει θεραπευθεί. Και τώρα ερχόμαστε σε μια πιο μικρή πίστη.
Είναι ένας άλλος πατέρας, που υπέφερε πολύ διότι ο γιος του ήταν δαιμονιζόμενος.(Μαρκ. Θ΄ 17).
Μετά το Όρος της Μεταμορφώσεως ο Ιησούς κατεβαίνει στην πεδιάδα. Ξέρει ότι εκεί τον περιμένει πολλή εργασία. Ο πρώτος που συναντά είναι αυτός ο πατέρας είπε προς τον Ιησού «διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον». Λέγει ο Ιησούς «ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; Έως πότε ανέξομαι υμών»; Εδώ υπάρχει μία αγανάκτηση διότι όλη η γενεά ήταν άπιστη την ώρα εκείνη.
Και ρωτάει τον πατέρα «πόσος χρόνος εστίν, ως τούτο γέγονεν αυτώ»; Από πότε είναι άρρωστος ο γιος σου; Και ο πατέρας απαντά «παιδιόθεν».
Ο Χριστός ήθελε να καταλάβει ο πατέρας ότι το παιδί του συνέχιζε να είναι άρρωστο γιατί έφταιγε αυτός. Ο Κύριος βρισκόταν στην Καπερναούμ, στην ίδια πόλη που κατοικούσε και ο πατέρας.
Αυτή η πόλη είχε ακούσει την διδασκαλία του, είχε δει τα θαύματά του και όλα όσα είχε κάνει.
Οι πάντες ήταν μάρτυρες όλων αυτών. Συ πατέρα που ήσουνα; Για πιο λόγο δεν έφερες το παιδί σου κοντά μου τόσον καιρό; Γιατί περίμενες να φθάσει στο σημείο να θέλει να σκοτωθεί για να το φέρεις;
Μήπως δεν κάνουμε και εμείς το ίδιο; Φροντίσαμε από μικρά παιδάκια να τα οδηγήσουμε στον δρόμο αυτό;
Ή μήπως οι τόσες πολλές ασχολίες μας εμπόδισαν;
Βεβαίως τα μαθήματα, η μόρφωση, όλα είναι απαραίτητα και πολύ καλά κάνουμε να τους τα παρέχουμε.
Αλλά το κύριο, το σπουδαιότερο, το ψωμί της ψυχής που είναι ο λόγος του Θεού, μήπως το στερήσαμε από τα παιδιά μας και τώρα παραπονούμεθα; «παιδιόθεν» λέει ο πατέρας και αρχίζει να καταλαβαίνει τι εννοεί ο Κύριος. «πολλάκις αυτόν και εις πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν, αλλ΄ ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαχνισθείς εφ΄ ημάς».
Απευθύνομαι στην ευσπλαχνία σου και αν μπορείς βοήθησέ με. «αν μπορείς» βλέπουμε πόση δυσπιστία είχε. Ποια ήταν η πίστη του εκατόνταρχου, ποια ήταν η πίστη του πατέρα που ο γιος του ήταν ετοιμοθάνατος και είπε στον Κύριο να πάει σπίτι του να τον γιατρέψει. «αν μπορείς» όπως λέμε σ’ έναν κοινό γιατρό, αν μπορείς κάνε κάτι, είναι σε άσχημη κατάσταση.
Αυτό το «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». «πάντα» δηλαδή και η θεραπεία του παιδιού μου; Με ρωτάς αν μπορώ, αλλά το θέμα είναι αν μπορείς εσύ να πιστέψεις, το παν εξαρτάται από σένα. Γιατί αν μπορείς να πιστέψεις «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» και η θεραπεία του παιδιού σου.
Τότε καταλαβαίνει ο πατέρας ότι η αρρώστια του παιδιού του οφείλεται στην δική του ολιγοπιστία.
Δεν έχει εμπιστοσύνη στον Κύριο. Και καταλαβαίνει ότι η θεραπεία του παιδιού του εξαρτάται από την δική του εμπιστοσύνη και πίστη. Αν έχει αρκετή θα γίνει καλά το παιδί του. «και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε, πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Όταν λέει «πιστεύω» μέσα του νοιώθει έναν έλεγχο, τι πιστεύω; λέω ψέματα γι’ αυτό αμέσως φωνάζει «βοήθει μου τι απιστία».
Θέλω να πιστέψω, βοήθησέ με. Δεν έχουμε όλοι μεγάλη πίστη, αλλά αν αυτή τη μικρή πίστη την φέρουμε στα χέρια του Ιησού, αυτός θα την πάρει, θα την καλλιεργήσει, θα την μεγαλώσει.
Ο Ησαϊας 750 χρόνια π.Χ. λέει (Ματθ. ΙΒ΄ 20).
Ο Μεσσίας αν δει ένα λινάρι που καπνίζει διότι δεν έχει ανάψει καλά, αν η πίστη σου είναι τόσο μικρή που δεν μπορεί ν’ ανάψει και να φουντώσει, δεν θα την σβύσει, αλλά θα την φυσήξει με την δυνατή πνοή του, θα την ανάψει, θα γιγαντωθεί αυτή η πίστη και η εμπιστοσύνη στο λόγο του Θεού η οποία κάνει μεγάλα θαύματα.




Γράφει: † Χρύσω Πέππα [31-10-84]