HeadShort.png

2/8 Κυριακή Η΄Ματθαίου. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Κυριακή Η΄Ματθαίου

Ματθ. ιδ΄, 14-22

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὑαγγελιστὴν ὁμιλίαν μθ΄ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

α΄. Προσέξετε ὅτι πάντοτε φεύγει· καὶ ὅταν ἔπιασαν τὸν Ἰωάννη κι ὅταν τὸν ἐσκότωσαν κι ὅταν ἔμαθαν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι ἀπόκτησε περισσότερους μαθητάς. Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς θέλει νὰ φέρεται σὰν ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν ἐπέτρεπε ὁ καιρὸς ἀκόμα νὰ δείξη ὁλότελα γυμνὴ τὴ θεότητά του. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στοὺς μαθητὰς του, νὰ μὴ φανερώσουν σὲ κανένα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἤθελε νὰ γίνη γνωστὸ μετὰ τὴν ἀνάστασή του. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν ὠργίστηκε πολὺ μὲ ὅσους Ἰουδαίου ἔδειξαν ἀπιστία ἀλλὰ καὶ τοὺς συγχώρησε. Κι ὅταν ἔφυγε δὲν πῆγε σὲ πόλη ἀλλὰ στὴν ἔρημο, καὶ μὲ τὸ πλοῖο, ὥστε νὰ μὴν τὸν ἀκολουθήση κανένας. Σεῖς προσέξετε πῶς οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννη προσκολλήθησαν στὸν Ἰησοῦ. Οἱ ἴδιοι τοῦ ἀνήγγειλαν ὅ,τι εἶχε γίνει, τοὺς ἄφησαν ὅλους καὶ στὸ τέλος κατάφυγαν σ’ αὐτόν. Ἔτσι δὲν κατώρθωσε μικρὸ πρᾶγμα ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ συμφορὰ κι ἀπὸ ὅσα ἐπέτυχε μ’ ἐκείνη τὴν ἀπάντησή του. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἔφυγε πρὶν τοῦ ἀναφέρουν αὐτὰ, ἄν καὶ ἤξερε βέβαια ὅ,τι εἶχε συμβεῖ πρὶν τοῦ ἀναφέρουν; Ἔδειξε μὲ ὅλο τὴν ἀλήθεια τῆς ἐνεργείας του. Γιατὶ δὲν ἤθελε μὲ τὸ ἴδωμα μόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἔργα νὰ τὸ πιστοποιήση. Ἤξερε τὴν κακότητα τοῦ διαβόλου καὶ ὅτι θὰ ἔκανε τὰ πάντα, γιὰ νὰ καταστρέψη τὴ γνώμη ἐκείνη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο λοιπὸν ἀναχωρεῖ. Ὁ κόσμος ὡστόσο οὔτε ἔτσι δὲν τὸν ἀφήνει ἀλλὰ τὸν ἀκολουθεῖ ἀπὸ κοντά. Δὲν τοὺς ἐφόβισε τὸ περιστατικὸ τοῦ Ἰωάννη. Τόσος εἶναι ὁ πόθος, τὸση ἡ ἀγάπη. Ἔτσι ὅλα τὰ δεινὰ τὰ νικᾶ καὶ τὰ διασκορπίζει. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν εὐθὺς καὶ τὴν ἀμοιβή. Βγῆκε ὁ Ἰησοῦς γράφει, καὶ εἶδε κόσμο πολύ. Ἔνιωσε εὐσπλαχνία γι’ αὐτοὺς καὶ ἐθράπευσε τοὺς ἀρρώστους ποὺ εἶχαν. Καὶ μόλο ποὺ ἦταν πολλὴ ἡ προσκόλλησή τους σ’ αὐτόν, ὅ,τι ἔκανε σ’ ἐκείνους ξεπερνοῦσε τὴν ἀμοιβὴ κάθε προθυμίας. Γι’ αὐτὸ καὶ σὰν λόγο τῆς θεραπείας θέτει τὴν εὐσπλαχνία, εὐσπλαχνία ἔντονη. Τοὺς θεραπεύει ὅλους. Δὲ ζητᾶ ἐδῶ πίστη. Γιατὶ ἡ προσέλευσή τους κοντά του, καὶ ἡ ἐγκατάλειψη τῶν πόλεών τους, καὶ ἡ ἀποκλειστικὴ ἀναζήτησή του ἀπ’ αὐτοὺς, ἡ παραμονή τους, μόλο ποὺ ἡ πεῖνα τοὺς ἐστενοχωροῦσε, δείχνει ἀκριβῶς τὴν πίστη τους. Σὲ λίγο θὰ τοὺς προσφέρη τροφή. Αὐτὸ δὲν τὸ κάνει μόνος του· περιμένει νὰ τὸν παρακαλέσουν. Εἶπα ὅτι τηρεῖ πάντα αὐτὴν τὴν ἀρχήν. Δὲν ἁρπάζει πρῶτος τὴν εὐκαιρία νὰ θαυματουργήση· περιμένει νὰ τὸν καλέσουν. Καὶ γιατὶ κανένας ἀπὸ τὸ λαὸ δὲν τὸν ἐπλησίασε καὶ νὰ μιλήση γιὰ ἄλλους; Τὸν ἐσέβοντο ὑπερβολικὰ καὶ ὁ πόθος νὰ μείνουν κοντά του δὲν ἄφηνε νὰ νιώσουν ὅτι πεινοῦσαν· οὔτε οἱ μαθηταὶ του ὅμως δὲν ἤθελαν νὰ τοῦ ποῦν· δῶσε τους τροφή. Δὲν εἶχαν ἀκόμα τὴν τελειότητα. Μόνο ὅταν βράδυασε γράφει, ἦρθαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα εἶχε περάσει. Ἄφησε τὸν κόσμο νὰ φύγη, γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Αὐτοὶ ὅμως καὶ μετὰ τὸ θαῦμα ἐλησμόνησαν ὅ,τι εἶχε γίνει καὶ μετὰ τὰ κοφίνια νόμιζαν ὅτι μιλοῦσε γιὰ ψωμιὰ, ὅταν εἶχε ἀποκαλέσει ζύμη τὴ διδασκαλία τῶν Φαρισαίων. Πολὺ περισσότερο ὅταν δὲν εἶχαν ἀντικρύσει μὲ τὰ μάτια τους ὅμοιο θαῦμα, δὲ θὰ περίμεναν νὰ γίνη κάτι τέτοιο. Πρωτύτερα εἶχε βέβαια θεραπεύσει πολλοὺς ἀρρώστους, οὔτε ἀπ’ αὐτὸ δὲν τοὺς γεννήθηκε ἡ προσδοκία τοῦ θαύματος μὲ τὰ ψωμιά. Τόσο ἀτελεῖς ἦσαν τότε. Προσέξετε σεῖς τὴ σοφία τοῦ Δασκάλου, πῶς τοὺς τραβᾶ εὔγλωττα νὰ πιστέψουν. Δὲν εἶπε ἀμέσως, νὰ, τοὺς τρέφω –δὲ θὰ γινόταν αὐτὸ εὔκολα· Ἀλλὰ τί ἔκανε; Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, γράφει παρεδεκτό· Δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ φύγουν, δῶστε τους σεῖς νὰ φᾶνε. Δὲν εἶπε τοὺς δίνω ἀλλὰ δῶστε σεῖς. Τὸν ἔβλεπαν ἀκόμα σὰν ἄνθρωπο, κι οὔτε ἔτσι δὲν κατάλαβαν ἀλλὰ ἀκόμα σὰν ἄνθρωπο τοῦ μιλοῦν καὶ τοῦ λένε. Δὲν ἔχομε παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δυὸ ψάρια. Γι’ αὐτὸ ὁ Μάρκος γράφει ὅτι δὲν κατάλαβαν τὸ λόγο του· ἦταν κλειστὴ ἡ καρδιά τους. Κι ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὰ γήινα ἐπεμβαίνει ὁ ἴδιος. Φέρτε τα μου ἐδῶ. Κι ἄν εἶναι ὁ τόπος ἔρημος, εἶναι ἐδῶ αὐτὸς ποὺ τρέφει τὴν οἰκουμένη. Ἄν ἡ ὥρα πέρασε, ἐδῶ σᾶς μιλᾶ αὐτὸς, ποὺ δὲν ὑποτάσσεται στὴν ὥρα. Ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι τὰ ψωμιὰ ἦσαν κρίθινα ὄχι χωρὶς λόγο ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ μὴ λογαριάζωμε τὴν περηφάνεια τῆς πολυτέλειας. Παρόμοιο ἦταν καὶ τῶν προφητῶν τὸ τραπέζι. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, εἶπε στὸν κόσμο νὰ καθίσουν στὰ χόρτα. Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ τὸ εὐλόγησε κι ἀφοῦ τὰ ἔκοψε τἄδωσε τοὺς μαθητὰς κι ἐκεῖνοι στὸν κόσμο. Ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν καὶ τὰ περισσεύματα γέμισαν ὡς ἀπάνω δώδεκα κοφίνια. Κι ὁ κόσμος ποὺ ἔφαγε ἦταν ἴσαμε πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. β΄. Γιατὶ ἔστρεψε τὰ βλέμματα στὸν οὐρανὸ καὶ εὐλόγησε; Ἔπρεπε νὰ πιστέψουν ὅτι ἔρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ὅτι εἶναι ἴσος του. Τὰ ἐλατήρια ὄμως γι’ αὐτὸ φαίνεται πῶς ἀλληλομαχοῦσαν. Τὸ ὅτι ἔκαμε ὅλα μὲ ἐξουσία μαρτυροῦσε τὴν ἰσότητα. Ὅτι ὅμως ἐρχόταν ἀπὸ τὸν Πατέρα δὲν μποροῦσαν μ’ ἄλλο τρόπο νὰ τὸ πιστέψουν παρὰ μόνο ἄν ἐνεργοῦσε μὲ ταπεινοσύνη ἀποδίδοντάς τα ὅλα σ’ αὐτὸν καὶ καλῶντας νὰ παρευρεθῆ σ’ ὅ,τι γινόταν. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οὔτε μόνον αὐτὰ ἔκαμε, οὔτε ἐκεῖνα, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν καὶ τὰ δύο. Κι ἄλλοτε μὲ ἐξουσία θαυματουργεῖ κι ἄλλοτε ἀφοῦ προσευχηθῆ. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ μὴ νομιστῆ ὅτι γίνεται ἐδῶ κάποια ἀντιμαχία, στὰ μικρὰ κοιτάζει στὸν οὐρανό, τὰ μεγάλα ὅμως ὅλα τὰ πράττει μὲ ἐξουσία. Γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι καὶ τὰ μικρότερα δὲν παίρνει δύναμη ἀπὸ ἀλλοῦ, ἀλλὰ κάμει ἔτσι, ἐπειδὴ τιμᾶ τὸν Πατέρα. Ὅταν λοιπὸν συγχώρησε ἁμαρτίες κι ἄνοιξε τὸν παράδεισο, κι ἔβαλε μέσα σ’ αὐτὸν τὸ ληστὴ, καὶ κατάλυσε τὸν παλαιὸ νόμο μὲ πολλὴ δύναμη καὶ ἀνάστησε ἀμέτρητους νεκροὺς, κι ἔβαλε στὴ θάλασσα χαλινὸ καὶ φανέρωσε τὰ μυστικὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ δημιούργησε μάτια –κατορθώματα ποὺ ἀνήκουν στὸ Θεὸ μόνο καὶ σὲ κανένα ἄλλον –πουθενὰ δὲν φάνηκε νὰ προσεύχεται. Ὅταν ὅμως ἔκαμε νὰ πληθύνουν τὰ ψωμιὰ, θαῦμα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μικρότερο, τότε ὑψώνει τὰ βλέμματα στὸν οὐρανό. Κι ἐνῶ πραγματοποιοῦσε αὐτά, μᾶς ἐδίδασκε συνάμα νὰ μὴν ἐγγίζωμε τραπέζι, ὥσπου νὰ εὐχαριστήσωμε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς παρέχει τροφή. Καὶ γιατὶ δὲν τὰ δημιουργεῖ ἀπὸ τὸ μηδέν; Γιὰ νὰ κλείση τὸ στόμα τοῦ Μαρκίωνα καὶ Μανιχαίου ποὺ ἀποξενώνουν ἀπ’ αὐτὸν τὴν κτίση καὶ μὲ τὰ ἔργα του νὰ μᾶς διδάξη ὅτι ὅσα βλέπομε εἶναι ἔργα δικά του, κτίσματά του καὶ γιὰ νὰ δείξη ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ δίνει τοὺς καρπούς, αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχή εἶπε· Ἄς βλαστήση ἡ γῆ χόρτα κι ἄς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ μὲ ζωντανὲς ψυχές. Οὔτε εἶναι αὐτὸ μικρότερο ἀπὸ κεῖνο. Ἔγιναν βέβαια αὐτὰ ἀπὸ τὸ μηδέν, βγῆκαν ὅμως ἀπὸ τὰ νερά. Κι ἀπὸ τὸ νὰ παρουσιάση καρπὸ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ζωντανὰ ἑρπετὰ ἀπὸ τὰ νερὰ δὲν εἶναι μικρότερο τὸ νὰ βγάλη τόση ποσότητα ἀπὸ πέντε ψωμιὰ μόνο, καθώς καὶ τόσα ψάρια. Αὐτὸ εἶναι σημεῖο ὅτι εἶναι κύριος καὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσας. Ἐπειδὴ πάντα πραγματοποιοῦσε τὰ θαύματά του στοὺς ἄρρωστους κάνει τώρα καὶ μιὰ καθολικὴ εὐεργεσία, γιὰ νὰ μὴν εἶναι οἱ πολλοὶ θεατὲς μονάχα ἐκείνων ποὺ στοὺς ἄλλους συμβαίνουν ἀλλὰ νὰ ἀπολαύσουν κι αὐτοὶ τὴ δωρεά. Κι αὐτὸ ποὺ φαινόταν ἀξιοθαύμαστο στοὺς Ἰουδαίους νὰ γίνη μέσα στὴν ἔρημο (ἔλεγαν δά, Μήπως μπορεῖ νὰ δώση ψωμὶ ἤ νὰ ἑτοιμάση τραπέζι στὴν ἔρημο;) αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ παρουσιάζει πραγματοποιημένο. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ εἶναι ὁλότελα ἀπροσδόκητο τὸ θαῦμα καὶ νὰ μὴ νομίση κανένας ὅτι κάποιο κοντινὸ χωριὸ βοήθησε στὸ τραπέζι. Γι’ αὐτὸ ἀναφέρει καὶ τὴν ὥρα, ὄχι μόνο τὸν τόπο. Πληροφορούμαστε ἀκόμα καὶ τὴν ἱκανοποίση τῶν μαθητῶν μὲ τὰ ἀπαραίτητα καὶ πόσο περιφρονοῦσαν τὴν τροφή. Ἐνῶ ἦσαν δώδεκα εἶχαν πέντε ψωμιὰ μόνο καὶ δυὸ ψάρια. Ἔτσι δευτερεύοντα ἦσαν γι’ αὐτοὺς τὰ σωματικά, κι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ πνευματικὰ μονάχα. Καὶ δὲν ὑπεράσπιζαν τουλάχιστο τὰ λίγα που εἶχαν, ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ ἔδωσαν, ὅταν τοὺς τὰ ζήτησαν. Ἀπ’ αὐτὸ πρέπει νὰ μάθωμε ὅτι ἀκόμα κι ἄν ἔχωμε λίγα κι αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ θυσιάζωμε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὰ χρειάζονται. Ὅταν τοὺς εἶπε νὰ φέρουν τὰ πέντε ψωμιὰ, δὲν τοῦ εἶπαν καὶ μεῖς τὶ θὰ φᾶμε; Ἀπὸ ποῦ καὶ μεῖς θὰ ἱκανοποιήσωμε τὴν πεῖνα μας; Ἀλλὰ ὑπακούουν ἀμέσως. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶπα, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀκόμα κάνει νομίζω τὸ θαῦμα ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπά τους, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν πίστη· δὲν ἦσαν ἀκόμη τελειοποιημένοι. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑψώνει τὰ βλέμματα στὸν οὐρανό. Γιὰ τὰ ἄλλα θαύματα εἶχαν πολλὰ παραδείγματα γιὰ τοῦτο ὅμως κανένα. Πῆρε λοιπὸν τὰ ψωμιὰ, τὸ κομμάτιασε καὶ τὰ μοίρασε. Χρησιμοποιοῦσε τοὺς μαθητάς του, τιμῶντας τους μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καὶ δὲν τοῦ τιμοῦσε μόνο ἀλλὰ ἐπιδίωκε νὰ μὴν ἀπιστήσουν, ὅταν θὰ γινόταν τὸ θαῦμα, μήτε νὰ τὰ ξεχάσουν μετὰ τὴν πραγματοποίησή του, ἀφοῦ θὰ μαρτυροῦσαν τὰ χέρια τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κόσμο τὸν ἀφήνει πρῶτα νὰ νιώση τὴν πεῖνα, καὶ τοὺς μαθητὰς του περιμένει ναρθοῦν πρῶτοι καὶ νὰ ρωτήσουν καὶ βάζει αὐτοὺς νὰ τοὺς καθίσουν, καὶ νὰ κάνουν τὴ διανομή, θέλοντας νὰ προκαταβάλη καθέναν μὲ τὴν ἴδια τὴν ὁμολογία του καὶ τὰ ἴδια τὰ ἔργα του. Γι’ αὐτὸ καὶ παίρνει τὰ ψωμιὰ ἀπ’ αὐτοὺς, γιὰ νὰ ἔχη πολλὲς μαρτυρίες γι’ αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν, νὰ ἔχουν ἀφορμὲς νὰ θυμοῦνται τὸ θαῦμα. Γιατὶ ἄν παρόλα αὐτὰ τὸ ξεχνοῦσαν, τί δὲ θὰ πάθαιναν, ἄν δὲν εἶχε προβλέψει κι αὐτά; Καὶ τοὺς ζητᾶ νὰ καθήσουν στὰ χόρτα διδάσκοντας τὸ λαὸ τὴν πνευματικὴ ζωή. Γιατὶ δὲν ἤθελε μόνο νὰ θρέψη τὰ σώματα, ἀλλὰ καὶ νὰ διδάξη καὶ τὴν ψυχή. γ΄ Κι ἀπὸ τὸν τόπο λοιπόν, καὶ μὲ τὸ ὅτι δὲν τοὺς ἔδωσε τίποτα περισσότερα ἀπὸ ψωμιὰ καὶ ψάρι καὶ ὅτι σ’ ὅλους πρόσφερε κι ἔκαμε κοινὸ τὰ ἴδια πράγματα καὶ σὲ κανέναν δὲν ἔδωσε περισσότερο ἀπ’ τὸν ἄλλο, τοὺς δίδαξε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀγάπη καὶ νὰ ἔχουν ἀγαθὲς διαθέσεις μεταξὺ τους καὶ νὰ τὰ θεωροῦν ὅλα κοινά. «Ἀφοῦ τὰ κομμάτιασε τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητὰς κι οἱ μαθηταὶ στὸν κόσμο». Τὰ πέντε ψωμιὰ ἔκοψε κι ἔδωσε· καὶ τὰ πέντε στὰ χέρια τῶν μαθητῶν πολλαπλασιάζονταν. Καὶ δὲ σταματᾶ ὡς ἐδῶ τὸ θαῦμα ἀλλὰ δημιουργεῖ περισσεύματα καὶ περισσεύουν ὄχι ὁλόκληρα ψωμιὰ ἀλλὰ κομμάτια. Γιὰ νὰ δείξη ὅτι ἀπὸ κεῖνα τὰ ψωμιὰ ἦταν, τ’ ἀπομεινάρια καὶ νὰ μάθουν κι ὅσοι δὲν ἦσαν ἐκεῖ ὅ,τι εἶχε γίνει. Γι’ αὐτὸ κι ὅλας ἄφησε τὸν κόσμο νὰ πεινάση, γιὰ νὰ μὴ νομίση κανεὶς πὼς ὅ,τι ἔγινε ἦταν φαντασία. Γι’ αὐτὸ κι ἔκαμε νὰ γεμίσουν δώδεκα κοφίνια, γιὰ νὰ κρατήση κι ὁ Ἰούδας. Μποροῦσε βέβαια καὶ νὰ κατασιγάση τὴν πείνα, ἀλλὰ δὲ θὰ ἀντιλαμβάνονταν οἱ μαθηταὶ τὴ δύναμη γιατὶ αὐτὸ ἔγινε καὶ στὸν Ἠλία. Τόσο ξαφνιάστηκαν ἐδῶ οἱ Ἰουδαῖοι, ὥστε θέλησαν νὰ τὸν κάμουν καὶ βασιλιὰ μόλο ποὺ στ’ ἄλλα θαύματα καθόλου δὲν θέλησαν νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Ποιὰ δικαιολογία νὰ βρεθῆ; Πῶς πολλαπλασιάζονταν τὰ ψωμιά; Πῶς βρέθηκαν μέσα στὴν ἔρημο; Πῶς ἔφτασαν γιὰ τὸσο κόσμο; Ἦσαν πέντε χιλιάδες χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τὸ πιὸ μεγάλο ἐγκώμιο τοῦ λαοῦ εἶναι αὐτό· ὅτι ἔμειναν κοντά του καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες. Πῶς δημιουργήθηκαν τὰ περισσεύματα; Κι αὐτὸ δὲν εἶναι μικρότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Κι ἦσαν τόσο πολλά, ὥστε νὰ γεμίσουν ἰσάριθμα μὲ τοὺς μαθητὰς κοφίνια; Οὔτε περισσότερα οὔτε λιγώτερα. Πῆρε λοιπὸν τὰ κομμάτια καὶ δὲν τὰ ἔδωσε στὸν κόσμο ἀλλὰ στοὺς μαθητὰς γιατὶ ὁ κόσμος ἦταν σὲ κατώτερη κατάσταση ἀπὸ αὐτούς. Κι ἀφοῦ τοὺς ἔκανε σημεῖο, ἀμέσως ἔκανε τοὺς μαθητὰς νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἄλλη ὄχθη, ὥσπου νὰ διαλύση τὸν κόσμο. Γιατὶ ἄν, ὅταν ἦταν παρών, ἔμοιαζε νὰ δημιουργῆ φαντασίες, ὄχι νὰ κάμη πράγματα ἀληθινά, δὲ θὰ γινόταν ἔτσι κι ὅταν ἔλειπε. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς παραδίδοντας ὅσα εἶχαν γίνει σὲ λεπτομερῆ ἔλεγχο, διάταξε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ αὐτὸν ἐκεῖνοι καὶ πῆραν τὰ σημάδια καὶ τὶς ἀποδείξεις τῶν θαυμάτων. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἐξηγεῖται κι ἀλλοιῶς· ὅταν πραγματοποιῆ κάτι μεγάλο, ἀπομακρύνει τὸν κόσμο καὶ τοὺς μαθητάς, διδάσκοντάς μας ὅτι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴ δόξα τῶν πολλῶν καὶ νὰ μὴ σέρνωμε κοντά μας τὸν κόσμο. Κι ὅταν λέη Ἀνάγκασε, δείχνει τὴν πολλὴ ἐπιμονὴ τῶν μαθητῶν. Τοὺς ἔβαζε νὰ ταξιδέψουν μὲ τὴν πρόφαση τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἤθελε νὰ ἀνεβῆ ὁ ἴδιος στὸ βουνό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη μήτε μὲ τὸν κόσμο νὰ συναστρεφώμαστε ἀδιάκοπα, μήτε πάντα νὰ τὸν ἀποφεύγωμε ἀλλὰ νὰ κάνωμε τὸ καθένα ὅπως μᾶς ἐξυπηρετεῖ καὶ νὰ τὰ ἐναλλάσωμε ὅπως πρέπει. Ἄς μάθωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ μένωμε κοντὰ στὸν Ἰησοῦ, ὄχι ὅμως γιὰ τὴν παραχώρηση τῶν ὑλικῶν, γιὰ νὰ μὴ μᾶς κατηγορήση ὅπως τοὺς Ἰουδαίους. Γιατὶ τοὺς λέει· Μὲ ζητεῖτε ὄχι ἐπειδὴ εἴδατε θαύματα ἀλλὰ ἐπειδὴ φάγατε ἀπὸ τὰ ψωμιὰ κι ἐχορτάσατε. Γι’ αὐτὸ κιόλα δὲν ἐπαναλαμβάνει αὐτὸ τὸ θαῦμα παρὰ δύο φορὲς μόνο, ὥστε νὰ μάθουν νὰ μὴ γίνωνται δοῦλοι τῆς κοιλιᾶς τους ἀλλὰ νὰ ζητοῦν ἀδιάκοποα τὰ πνευματικά. Γι’ αὐτὰ ἄς ἐνδιαφερώμαστε κι ἐμεῖς κι ἄς ζητοῦμε τὸν οὐράνιο ἄρτο κι ἅμα τὸν πάρωμε, ἄς διώξωμε κάθε βιοτικὴ φροντίδα. Γιατὶ ἄν ἐκεῖνοι τ’ ἄφησαν ὅλα, καὶ σπίτια καὶ πόλεις καὶ συγγενεῖς κι ἔμειναν στὴν ἔρημο καὶ μ’ ὅλη τὴν πεῖνα δὲν ἔφευγαν, πολὺ περισσότερο πρέπει ἐμεῖς, ποὺ πλησιάζομε τέτοιο τραπέζι, νὰ δείχνωμε μεγαλύτερη πενυματικότητα, πρῶτα νὰ ἐπιθυμοῦμε τὰ πνευματικὰ κι ἔπειτα ἀπ’ αὐτὰ νὰ ζητοῦμε τὰ ὑλικά. Γιατὶ κι ἐκεῖνοι κατηγοροῦνται ὄχι γιατὶ τὸν ἀναζήτησαν γιὰ τὸ ψωμί, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν ζήτησαν γι’ αὐτὸ μονάχα καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἄν περιφρονῆ κανένας τὰ μεγάλα δῶρα καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ μικρά, χάνει ἀκόμα κι ἐκεῖνα ποὺ ὁ δοτήρας τῶν ἀγαθῶν θέλει νὰ περιφρονοῦμε. Ὅπως πάλι ἄν ἐπιθυμοῦμε ἐκεῖνα, μᾶς τὰ προσθέτει κι αὐτά. Αὐτὰ εἶναι συμπλήρωση ἐκείνων. Τόσο εἶναι ἀσήματα καὶ μικρά, ἄν τὰ ἐξετάσωμε σὲ σχέση μὲ αὐτά, ἀκόμα κι ἄν εἶναι μεγάλα. Ἄς μὴ μᾶς ἀπασχολοῦν λοιπὸν αὐτὰ σοβαρά· ἀλλὰ ἄς θεωροῦμε ἀδιάφορη καὶ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀφαίρεσή τους. Καθὼς καὶ ὁ Ἰώβ, οὔτε ὅταν τὰ εἶχε προσπαθοῦσε νὰ τὰ κρατήση, οὔτε ὅταν τὰ ἔχασε τὰ ζητοῦσε. Γιατὶ βέβαια γι’ αὐτὸ τὰ λένε χρήματα, ὄχι γιὰ νὰ τὰ κρύψωμε στὴ γῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε, ὅταν χρειαστῆ. Καὶ ὅπως κάθε τεχνίτης ἔχει τὴν τέχνη του ἔτσι κι ὁ πλούσιος δὲν ξαίρει οὔτε τὸ σίδηρο νὰ δουλεύη, οὔτε νὰ ναυπηγῆ, οὔτε νὰ ὑφαίνη, οὔτε νὰ κτίζη, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄς μάθη λοιπὸν νὰ χρησιμοποιῆ τὸν πλοῦτο του ὅπως πρέπει, νὰ ἐλεῆ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καὶ θὰ μάθη τέχνη καλύτερη ἀπ’ ὅλους ἐκείνους. δ΄. Αὐτὴ εἶναι ἀπ’ ὅλες ἐκεῖνες τὶς τέχνες ἀνώτερη. Τὸ ἐργαστήρι της ἔχει χτισθῆ στὸν οὐρανό. Τὰ ἐργαλεῖα της δὲν τὰ φτιάχνει ἀπὸ σίδηρο καὶ χλακὸ ἀλλὰ μὲ καλωσύνη καὶ καλή γνώμη. Αὐτῆς τῆς τέχνης δάσκαλος εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πατέρας του . Νὰ εἶστε, λέει, σπλαχνικοὶ, ὅπως ὁ Πατέρας μας στὸν οὐρανό. Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅ,τι μόλο ποὺ εἶναι τόσο καλύτερη ἀπ’ τὶς ἄλλες οὔτε κόπο οὔτε χρόο θέλει νὰ κατορθωθῆ. Φτάνει νὰ τὸ θελήση κανεὶς καὶ κατωρθώθηκε τὸ πᾶν. Καὶ γιὰ νὰ τὸ δοῦμε κι αὐτὸ, ποιὰ εἶναι ἡ κατάληξή της; Εἶναι ὁ οὐρανός, τὰ οὐράνια ἀγαθά, ἡ ἀνείπωτη ἐκείνη δόξα, οἱ πνευματικὲς παστάδες, οἱ λαμπάδες, οἱ χαρούμενες, ἡ συντροφιὰ μὲ τὸ Νυμφίο, τὰ ἄλλα ποὺ κανένας λόγος, κανένας νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ παραστήση. Ὥστε κι ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη ἔχει μεγάλη διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες. Οἱ περισσότερες τέχνες μᾶς χρησιμεύουν στὴν παροῦσα ζωὴ μόνο, ἐνῶ αὐτὴ καὶ στὴ μέλλουσα. Κι ἄν τόσο διαφέρη ἀπὸ τὶς τέχνες ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητες στὸ παρὸν, ὅπως ἡ ἰ ατρικὴ καὶ ἡ οἰκονομικὴ καὶ οἱ παρόμοιες πολὺ περισσότερο διαφέρει ἀπὸ τὶς ἄλλες, ποὺ ἄν τὶς ἐξετάση κανένας ἀκριβῶς, δὲν θὰ τὶς ἔλεγε κἄν τέχνες. Γι’ αὐτὸ οὔτε κἄν θὰ ἔλεγα πὼς εἶναι τέχνες. Σὲ τὶ μᾶς χρησιμεύεουν ἡ μαγειρικὴ καὶ καρυκευτικὴ τέχνη; Σὲ τίποτα. Εἶναι συνάμα ἄχρηστες καὶ βλαβερὲς καὶ καταστρέφουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, γιατὶ δείχνουν μεγάλη φιλοτιμία νὰ μπάσουν στὴ ζωὴ τὴν τρυφή, ποὺ εἶναι μητέρα ὅλων τῶν ἀσθενειῶν καὶ παθῶν. Κι ὄχι μόνο αὐτές. Μήτε τὴ ζωγραφική, μήτε τὴ διακοσμητικὴ θὰ τὶς λογάριαζα γιὰ τέχνες. Γιατὶ μόνο περιττὴ διακοσμητικὴ θὰ τὶς λογάριαζα ἐγὼ μὲ τὶς τέχνες. Γιατὶ μόνο περιττὴ δαπάνη προκαλοῦν. Ἐνῶ οἱ τέχνες πρέπει νὰ παρέχουν καὶ νὰ δημιουργοῦν τ’ ἀπαραίτητα συνελεστικὰ τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ σοφία, γιὰ νὰ βροῦμε τρόπους, ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ οἰκονομοῦμε τὴ ζωή μας. Τὸ νὰ ζωγραφίζωντα ὅμως διάφορα ζῶα στοὺς τοίχους καὶ στὰ ὑφάσματα, ποῦ χρησιμεύει; Γι’ αὐτὸ καὶ τῶν ὑποδηματοποιῶν καὶ τῶν ὑφαντῶν ἡ τέχνη πρέπει νὰ ὑποστῆ πολλὲς περικοπές. Γιατὶ τὰ ποιὸ πολλὰ σημεῖα τους τὰ βρήκαν γιὰ κακό τους καταστρέφοντας τὴν ἀναγκαιότητά τους, ἀνακατεύοντας στὴν τέχνη τὴν κακοτεχνία. Τὸ ἴδιο ἔπαθε καὶ ἡ οἰκοδομική. Ἀλλὰ ὅπως αὐτήν, τὴν ἀποκαλῶ τέχνη, ὥσπου χτίζει σπίτια κι ὄχι θέατρα, ὥσπου τὰ ἀπαραίτητα κατασκευάζει κι ὄχι τὰ περιττά, τὸ ἴδιο καὶ τὴν ὑφαντουργική, τὴν ὀνομάζω τέχνη, ὥσπου ὑφαίνει ροῦχα καὶ σκεπάσματα καὶ δὲν μιμεῖται τὶς ἀράχνες διαδίδοντας πολὺ γελοῖα πράγματα καὶ ἀνεκδικήγητες βλακεῖες. Καὶ τὴν τέχνη τῶν ὑποδηματοποιῶν δὲ θὰ τὴ στερήσω τ’ ὄνομα τῆς τέχνης, ὥσπου κάνει ὑποδήματα. Ὅταν ὅμως βάζη τοὺς ἄνδρες νὰ χρησιμοποιοῦν γυναικεῖα σχέδια, καὶ τοὺς κάνη νὰ γίνωνται μαλθακοὶ καὶ λεπτοί, θὰ τὴν κατατάξωμε μέσα στὶς βλαβερὲς καὶ περιττὲς καὶ δὲ θὰ τὴν ποῦμε τέχνη. Γνωρίζω ὅτι θὰ θεωρηθῆ ἀπὸ πολλοὺς πὼς εἶμαι σχολαστικὸς νὰ κάθωμαι καὶ νὰ λεπτολογῶ. Γι’ αὐτὸ ὅμως καὶ δὲ θὰ σταματήσω. Ὅλων τῶν κακῶν ἡ αἰτία εἶναι αὐτή· ὅτι νομίζουν ὅλοι πὼς αὐτὰ εἶναι μικρὰ ἁμαρτήματα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ προσέχουν. Ὑπάρχει πιὸ μικρὸ ἁμάρτημα, λέει, νὰ ἔχη κανένας περιποιημένο καὶ γυαλισμένο παπούτσι, καλοβαλμένο στὸ πόδι του; Θέλετε λοιπὸν ν’ ἀπαντήσω σ’ αὐτὸν καὶ νὰ παρουσιάσω πόση ἀσχημία ἔχει τὸ πρᾶγμα καὶ νὰ μὴ θυμώσετε; Ἤ μᾶλλον, κι ἄν θυμώνετε, δὲ θὰ δώσω πολλὴ σημασία. Σεῖς εἴστε αἴτιοι τῆς ἀνοησίας αὐτῆς, σεῖς ποὺ δὲν τὸ θεωρεῖτε οὔτε ἁμάρτημα κι ἔτσι μ’ ἀναγκάζετε νὰ ἀναλάβω τὴν κατηγορία τῆς ἀσωτίας. ε΄ Ἄς τὸ ἐξετάσωμε λοιπὸν κι ἄς δοῦμε τί λογῆς κακὸ εἶναι. Ὅταν μὲ τὶς κλωστὲς τοῦ μεταξοσκώληκα ποὺ δὲν εἶναι καλὸ νὰ ὑφαίνωνται οὔτε στὰ ροῦχα, ὅταν μ’ αὐτὲς κάνατε ραφὲς στὰ παπούτσια, πόσο ἄξια γιὰ κοροϊδία καὶ γέλοιο γίνονται αὐτά; Ἄν περιφρονῆτε τὴ δική μου γνώμη, ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ Παύλου, ποὺ ἀπαγορεύει μὲ πολλὴ σφοδρότητα αὐτὰ καὶ τὸτε θὰ νιώσετε τὸ γελοῖο. Τί μᾶς λέει ἐκεῖνος; Μὴν παρουσιάζεστε μὲ πλεγμένα μαλλιὰ καὶ χρυσάφια, καὶ μαργαριτάρια καὶ πολυτελῆ ροῦχα. Γιὰ πιὰ συγγνώμη θὰ εἶσαι ἄξιος, ὅταν ὁ Παῦλος μήτε στὴν ὕπανδρη γυναῖκα δὲν ἐπιτρέπη νὰ βάλη πολυτελῆ ροῦχα, ἐνῶ σὺ ἐπεκτείνεις καὶ στὰ παπούτσια αὐτὴ τὴ βλακεία καὶ ἐφευρίσκεις μύριους τρόπους γι’ αὐτὴ τὴ γελοιότητα; Κατασκευάζεται τάχα τὸ πλοῖο, βρίσκονται οἱ ναῦτες, ὁ ναύκληρος κι ὁ κυβερνήτης καὶ τὸ πανὶ ἀνοίγεται και διαπλέεται τὸ πέλαγος κι ἀφήνοντας γυναίκα καὶ παιδιὰ καὶ πατρίδα καὶ τὴν ζωὴ του ἀκόμα ὁ ἔμπορος παρδίδει στὰ κύματα κι ἔρχεται στὴ χώρα τῶν βαρβάρων κι ὑποφέρει ἀμέτρητους κινδύνους γι’ αὐτὲς τὶς κλωστές, γιὰ νὰ τὶς πάρετε σεῖς ὕστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά, νὰ τὶς ράψετε πάνω στὰ παπούτσια σας καὶ νὰ στολίσετε τὸ δέρμα; Τί χειρότερο μπορεῖ νὰ γίνη ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνοησία; Δὲν ἦσαν ἔτσι τὰ παλιά, ἀλλὰ πράγματα ποὺ ταίριαζαν σὲ ἄνδρες. Αὐτὰ μὲ κάνουν περιμένω, ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ, οἱ νέοι μας θὰ φορέσουν καὶ παπούτσια γυναικῶν καὶ δὲ θὰ ντρέπωνται. Καὶ τὸ χειρότερο, ὅτι οἱ πατέρες μόλο ποὺ βλέπουν αὐτὰ δὲν ἀγανακτοῦν ἀλλὰ νομίζουν ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι ἀδιάφορο. Θέλετε νὰ πῶς καὶ τὸ ἀκόμα χειρότερο, ὅτι αὐτὰ συμβαίνεουν τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπάρχουν πολλοὶ φτωχοί; Θέλετε νὰ φέρω μπορστά σας, τὸν πεινασμένο Χριστό, τὸ γυμνό, τὸν περιπλανώμενο παντοῦ, τὸ φυλακισμένο; Καὶ δὲ θὰ γίνετε ἄξιοι νὰ πέσουν πάνω σας πολλοὶ κεραυνοὶ ν’ ἀφήνετε ἐκείνους χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ ἀλλὰ νὰ στολίζετε μὲ τόσο ζῆλο τὰ δέρματα; Κι ὁ ἴδιος ὅταν νομοθετοῦσε στοὺς μαθητὰς δὲν τοὺς ἄφηνε μήτε παπούτσια νὰ ἔχουν. Ἐμεῖς, ὅμως ὄχι μόνο δὲ δεχόμαστε νὰ βαδίζωμε ἀνυπόδητοι ἀλλὰ οὔτε ὅπως πρέπει ποδεμένοι. Τί χειρότερο μπορεῖ νὰ γίνη ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀταξία, ἀπ’ αὐτὴ τὴ γελοιότητα; Αὐτὰ χαρακτηρίζουν μιὰ ψυχὴ μαλθακὴ καὶ σκληρὴ κι ὡμὴ κι ἀκατάστατη καὶ ματαιόσχολη. Πότε θὰ μπορέση νὰ προσέξη σὲ κάτι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ ἀπασχολῆται μὲ αὐτὰ τὰ περιττά; Πότε θὰ δεχθῆ ὁ νέος τοῦ εἴδους αὐτοῦ νὰ φροντίση γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ σκεφθῆ κἄν ὅτι ἔχει ψυχή; Γιατὶ ὅποιος ἀναγκάζεται ν’ ἀσχολῆται μ’ αὐτὰ θὰ γίνη μικροπρεπὴς καὶ σκληρὸς, ὅποιος γι’ αὐτὰ παραμελῆ τοὺς φτωχοὺς καὶ χωρὶς καθόλου ἀρετή, ὅποιος ξοδεύει σ’ αὐτὰ ὅλο τὸ ζῆλο του. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ προσέχει τὰ πλεονεκτήματα τῶν νημάτων ἤ τὴν ποιότητα τοῦ χρώματος καὶ τὰ σχέδια ποὺ κάνουν αὐτὰ τὰ ὑφάσματα, πότε θὰ μπορέση νὰ κοιτάξη στὸν οὐρανό; Πότε τὴν ὁμορφιὰ τοῦ οὐρανοῦ θὰ θαυμάση αὐτὸς ποὺ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ τὴν ὁμορφιὰ τῶν δερμάτων καὶ σκύβει πρὸς τῆ γῆ; Κι ὁ Θεὸς ἅπλωσε τὸν οὐρανό, καὶ ἄναψε τὸν ἥλιο, τραβῶντας πρὸς τὰ ἄνω τὰ βλέμματα. Σὺ ὅμως ἀναγκάζεις τὸν ἑαυτὸ σου νὰ σκύβη πρὸς τὴ γῆ κατὰ τὴ μεριὰ τῶν χοίρων καὶ ἀκολουθεῖς τὸν διάβολο. Γιατὶ ὁ πονηρὸς αὐτὸς δαίμονας ἐπινόησε αὐτὴ τὴν ἀσχήμια, ἀπομακρύνοντάς σε ἀπὸ ἐκείνη τὴ ὁμορφιά. Γι’ αὐτὸ σ’ ἔσυρε ἐδῶ καὶ παραμερίζεται ὁ Θεὸς ποὺ δείχνει τὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸν διάβολο ποὺ δείχνει τὰ δέρματα. Κι οὔτε ποὺ εἶναι δέρματα, ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βλακεία καὶ κακοτεχνία. Σκυμμένος λοιπὸν στὴ γῆ τριγυρίζει ὁ νέος, ποὺ ἔχει λάβει ἐντολὴ νὰ μελετᾶ τὰ οὐράνια, καὶ πιὸ πολὺ ὐπερηφανεύεται γι’ αὐτὰ παρὰ ἄν κατώρθωνε κάτι ἀπὸ τὰ ὑψηλά. Περπατᾶ στὴν ἀγορὰ πατῶντας στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν του καὶ δημιουργεῖ στὸν ἑαυτὸ του ἐνοχλήσεις καὶ στενοχώριες περιττὲς μὴν τὰ χαλάση μὲ τὶς λάσπες τὸ χειμῶνα καὶ μὴν τὰ σκεπάση ἡ σκόνη τὸ καλοκαίρι. Τί λές, καημένε; Ὁλόληρη τὴν ψυχὴ σου ἔρριξες στὴ λάσπη γι’ αὐτὴ τὴν ἀσωτία κι ἐνῶ ἀδιαφορεῖς ἄν σέρνεται στὸ χῶμα, μοχθεῖς τόσο πολὺ γιὰ τὰ ὑποδήματα; Μάθε νὰ τὰ χρησιμοποιῆς ὀθρὰ καὶ ντράπου νὰ δίνης σ’ αὐτὰ τὸση σημασία. Τὰ παπούτσια ἔγιναν γιὰ νὰ πατοῦμε τὴ λάσπη καὶ τὶς ἀκαθαρσίες τοῦ ἐδάφους. Ἄν αὐτὸ σὲ στενοχωρῆ, κρέμασέ τα στὸ λαιμό σου ἤ φόρεσέ τα στὸ κεφάλι σου. στ΄. Γελᾶταε μ’ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε· ἐμένα μοῦ φέρνει δάκρυα ἡ μανία τους κι ὁ ζῆλος τους αὐτός. Ἀφοῦ μὲ πιὸ πολλὴ εὐχαρίστηση θὰ λέρωναν τὸ σῶμα τους μὲ τὴν λάσπη παρὰ ἐκεῖνα τὰ δέρματα. Κι ἔτσι ἀποδεικνύονται μικρολόγοι καί, μὲ ἄλλο τρόπο πάλι, φιλοχρήματοι. Αὐτὸς ποὺ συνήθισε νὰ δείχνη μανία καὶ ζῆλο σὲ τέτοια καθὼς καὶ στὰ ρο[ουχα καὶ σ’ ὅλα τὰ ἄλλα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλα ἔξοδα καὶ μεγάλα εἰσοδήματα. Κι ἄν ἔχη φαντασμένο πατέρα αἰχαμαλωτίζεται περισσότερο τροφοδωτῶντας τὴν ἄτοπη ἐπιθυθμία του, ἄν πάλι μικροπρεπῆ ἀναγκάζεται σὲ ἄλλες ἀσχημίες, γιὰ νὰ βρῆ τὰ χρήματα ποὺ τοῦ χρειάζονται. Γιὰ τέτοιους λόγους πολλοὶ νέοι καὶ τὰ νιάτα τους πούλησαν κι ἔγιναν παράσιτοι σ’ εὔπορους, κι ἄλλες δουλικὲς ὑπηρεσίες ὑπέμειναν μ’ αὐτὸ τὸ τίμημα ἱκανοποιῶντας τὶς τέτοιες ἐπιθυμίες τους. Εἶναι φανερὸ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶπα, ὅτι αὐτὸς καὶ φιλοχρήματος θὰ γίνη καὶ μικροπρεπὴς κι ἀπ’ ὅλους πιὸ ἀνίκανος γιὰ τὰ ἀπαραίτητα κι ὅτι θὰ ὑποχρεωθῆ νὰ κάνη σειρὰ ἀπὸ λάθη. Καὶ δὲ θὰ ἀντιτείνη κανένας ὅτι θὰ γίνη σκληρὸς καὶ κενόδοξος. Σκληρός, γιατὶ ὅταν συναντήση τὸ φτωχὸ ἀπὸ τοῦ καλλωπισμοῦ τὸν πόθο νομίζει ὅτι οὔτε τὸν εἶδε κἄν, κι ἐνῶ αὐτὰ στολίζει μὲ χρυσάφι γιὰ κεῖνον ἀδιαφορεῖ ποὺ λιμοκτονεῖ. Κενόδοξος, ὅταν βασανίζεται νὰ ζητᾶ καὶ στὰ μικρὰ τὸ θαυμασμὸ ὅσων τῶν βλέπουν. Τόσο πολύ, νομίζω, οὔτε στρατηγός δὲν περηφανεύεται γιὰ τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ τρόπαιά του, ὅπως οἱ ἀνήθικοι νέοι γιὰ τὴν περιποίηση τῶν παπουτσιῶν τους, γιὰ τὰ μακρυὰ φορέματα καὶ τὸ κοψιμο τῶν μαλλιῶν. Ἐνῶ αὐτὰ εἶναι ἔργα ἄλλων τεχνιτῶν. Κι ἄν γιὰ ξένα ἔργα δὲν παύουν τὴν κενοδοξία τους, πότε γιὰ τὰ δικὰ τους θὰ τὴ σταματήσουν; Νὰ σᾶς πῶ κι ἄλλα χειρότερα ἀπ’ αὐτὰ ἤ εἶναι ἀρκετὰ καὶ τοῦτα; Εἶναι ἀνάγκη νὰ σταματήσω ἐδῶ τὸ λόγο μου. Αὐτὰ τὰ εἶπα γιὰ ὅσους φέρνουν ἀντιρρήσεις ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι καθόλου κακό. Γνωρίζω ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νέους δὲ θὰ δώσουν καμμιὰ προσοχὴ παρασυρεμένοι ἀπὸ τὸ πάθος τους. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ σωπάσω γι’ αὐτό. Οἱ φρόνιμοι καὶ πνευματικὰ ὑγιεῖς γονεῖς θὰ κατορθώσουν νὰ τοὺς ὁδηγήσουν καὶ χωρὶς νὰ θέλουν ἐκεῖνοι στὸ δρόμο τῆς κοσμιότητας. Ἄς μὴ λέμε λοιπὸν ὅτι δὲν ἔχει σημασία αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι τίποτε ἐκεῖνο· αὐτὴ ἡ ἀντίληψη τὰ κατάστερεψε ὅλα. Ἔπρεπε καὶ σ’ αὐτὰ νὰ τοὺς κατευθύνουν καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ φαίνονται μικρὰ καὶ νὰ τοὺς κάνουν σεμνούς, μεγαλόψυχους, ἀνώτερους ἀπὸ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση. Ἔτσι θὰ τοὺς δοῦμε δόκιμους καὶ στὰ μεγάλα. Ποιὸ πρᾶγμα εἶναι μηδαμινώτερο ἀπὸ τὴ μάθηση τοῦ ἀλφαβήτου; Ἀπ’ αὐτὸ ὅμως γίνονται καὶ οἱ ρήτορες κι οἱ σοφιστὲς κι οἱ φιλόσοφοι. Κι ἄν ἀγνοήσουν αὐτὸ, μήτε ἐκεῖνα δὲ θὰ τὰ μάθουν ποτέ. Δὲν μιλῶ μόνο γιὰ τοὺς νέους ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τὶς νέες. Κι αὐτὲς μπορεῖ νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ τέτοια σφάλματα καὶ τόσο περισσότερο ὅσο στὴν νέα ταιριάζει ἡ σεμνότητα. Θωρήσετε λοιπὸν ὅτι καὶ γιὰ σᾶς λέγονται ὅσα εἶπα γι’ αὐτοὺς, γιὰ νὰ μὴ χρειαστῆ ἐπανάληψη τῶν ἴδιων. Ἄς κλείσω τὸ λόγο μὲ εὐχή. Ὅλοι ἐσεῖς εὐχηθῆτε μαζί μου, νὰ μπορέσουν οἱ νέοι μας νὰ ζήσουν μὲ σεμνότητα καὶ νὰ φτάσουν σὲ ἀνάλογα γηρατειά. Ὅποιοι δὲν ζοῦν ἔτσι, δὲν εἶναι καλὸ νὰ φτάσουν στὸ γῆρας, ὅποιοι ὅμως καὶ στὰ νιᾶτα τους ἔχουν τὴ φρόνηση τῶν γερόντων, εὔχομαι νὰ φτάσουν σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ καλῶν παιδιῶν νὰ γίνουν πατέρες ,τοὺς γονεῖς τοὺς νὰ εὐχαριστήσουν καὶ πρὸ πάντων τὸ δημιουργό τους Θεό, καὶ νὰ βγάλουν ἀπὸ πάνω τους κάθε νόσο, ὄχι μόνο τῶν παπουτσιῶν καὶ τῶν ρούχων ἀλλὰ καὶ τὴν ἄλλη ὅλη. Γιατὶ σὰν τὰ χωράφια ποὺ ἐκχερσώνονται εἶναι καὶ ἡ νοεότητα ποὺ παραμελεῖται φυτρώνοντας πολλὰ κι ἀπὸ παντοῦ ἀγκάθια. Ἄς ἀνάψωμε λοιπὸν τὴ φωτιὰ τοῦ Πνεύματος κι ἄς κάψωμε τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες , ἄς ἀνανεώσωμε τοὺς ἀγροὺς κι ἄς τοὺς ἑτοιμάσωμε νὰ δεχτοῦν τὴ σπορὰ καὶ ἄς παρουσιάσωμε τοὺς δικοὺς μας νέους πιὸ φρόνιμους ἀπὸ τοὺς γέροντες τῶν ἄλλων. Τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι νὰ λάμπη ἡ σωφροσύνη στὰ νιᾶτα, γιατὶ ὁ συνετὸς γέροντας δὲν ἔχει πολλὴ ἀμοιβή, ἐπειδὴ ἡ ἡλικία του δίνει ἀλάθευτη ἀσφάλεια. Τὸ ἀπροδόκητο εἶναι τοῦτο· μέσα στὰ κύματα ν’ ἀπολαβαίνης τὴ γαλήνη, νὰ μὴν καίεσαι μέσα στὸ καμίνι, στὰ νιᾶτα σου νὰ μὴν ἀκολασταίνης. Αὐτὰ ἄς ἔχωμε στὸ νοῦ, κι ἄς μιμηθοῦμε τὸ μακάριο Ἰωσήφ, ποὺ μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἔλαμψε ἡ ἀρετὴ του, γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὰ ἴδια στεφάνια. Ἄς γίνη δυνατὸ νὰ τὰ ἀπολαύσωμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ. Σ’ αὐτὸν καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον Τόμος Δεύτερος Ἀθῆναι 1969 σελ.204-217 Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2013/08/blog-post_1144.html#ixzz5w669eYKQ

Η φροντίδα της ψυχής μας [Ιερός Χρυσόστομος]


15Όσοι υπερηφανεύονται για τα καλά τους έργα και δεν έχουν πίστη στο Θεό, μοιάζουν με λείψανα νεκρών, που είναι ντυμένα με ωραία ρούχα, αλλά δεν αισθάνονται την ωραιότητά τους. Σε τι ωφελείται, δηλαδή, ο άνθρωπος , όταν έχει ψυχή ντυμένη με καλά έργα αλλά νεκρή; Τα έργα γίνονται για τον Κύριο και με την ελπίδα των επουράνιων βραβείων. Αν , λοιπόν, αγνοείς Εκείνον που προκηρύσσει τα βραβεία , τότε για ποιόν αγωνίζεσαι;

Για να φάει κανείς, πρέπει να είναι ζωντανός. Όποιος δεν έχει ζωή, δεν είναι δυνατό να δεχθεί τροφή. Για να ζήσει κανείς αιώνια, πρέπει να έχη πίστη στο Χριστό, πίστη που τρέφεται και με τα καλά έργα. Όποιος δεν έχει πίστη στο Χριστό, ακόμα κι αν κάνει καλά έργα, δεν είναι δυνατό να κερδίσει την ουράνια βασιλεία, αν έχει ζωντανή πίστη. Και θα σας το αποδείξω στη συνέχεια.

Ο ληστής, που σταυρώθηκε μαζί με τον Κύριο, κέρδισε τον παράδεισο μόνο και μόνο με την πίστη του.

Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος έκανε πολλές ελεημοσύνες και προσευχές, αλλά δεν γνώριζε το Χριστό.

Επειδή , λοιπόν, τα έργα δίχως πίστη είναι νεκρά, ο αγαθός και δίκαιος Θεός, για να επιβραβεύσει τα έργα του Κορνήλιου, του έστειλε έναν άγγελό Του , που του είπε: « Κορνήλιε, οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν ως το Θεό, κι Αυτός δεν σε ξεχνάει» ( Πραξ. 10: 4) . Θα απόρησε , βέβαια, ο εκατόνταρχος. “Μα αν οι προσευχές μου και οι ελεημοσύνες μου έγιναν δεκτές από τον Θεό, τι μου λείπει ακόμα για να είμαι δίκαιος;”, θα αναρωτήθηκε. Και ο άγγελος του εξήγησε: «Στείλε ανθρώπους στην Ιόππη και κάλεσε τον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός θα σε διδάξει, πώς θα σωθείς κι εσύ και όλη η οικογένειά σου» ( Πραξ. 11:13- 14 ) . Αν, λοιπόν, ο Κορνήλιος σώθηκε με όσα τον δίδαξε ο Πέτρος, αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατό να σωθεί μόνο με τα καλά του έργα. Χρειαζόταν και την πίστη.

Λένε για έναν ειδωλολάτρη φιλόσοφο, ότι , μπαίνοντας στο μέγαρο κάποιου άρχοντα και βλέποντας τους τοίχους καλυμμένους μ’ αστραφτερά μάρμαρα, την οροφή χρυσοστόλιστη και το πάτωμα στρωμένο μ’ ακριβά χαλιά, γύρισε κι έφτυσε τον οικοδεσπότη καταπρόσωπο? και όταν τον ρώτησαν, γιατί το έκανε αυτό, απάντησε, πως, επειδή δεν ήταν δυνατό να φτύσει κάπου αλλού, μια και το σπίτι όλο ήταν τόσο λαμπρά διακοσμημένο, αναγκάστηκε να φτύσει στο πρόσωπο του άρχοντα.

Βλέπεις, πόσο καταγέλαστος γίνεται εκείνος που φροντίζει μόνο για τα εξωτερικά, τα υλικά, τα φθαρτά , και πόσο περιφρονείται από τους συνετούς ανθρώπους; Και πολύ σωστά ,βέβαια. Γιατί, όταν στολίζεις τοίχους και πατώματα, αδιαφορείς όμως για την αθάνατη ψυχή και την αφήνεις με κουρέλια, την αφήνεις πεινασμένη και πληγωμένη, την αφήνεις να κατασπαράζεται από τα νοητά θηρία, πες μου, δεν είσαι αξιοκατάκριτος, δεν είσαι για γέλια και για κλάματα;

Αν χάσεις χρήματα, μπορείς ν’ αποκτήσεις πάλι? το ίδιο αν χάσεις το σπίτι σου, το ζώο σου, οτιδήποτε από τα υπάρχοντά σου. Αν όμως χάσεις την ψυχή σου, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις ν’ αποκτήσεις. Κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός σου, δεν θα μπορέσεις, δίνοντας όσα έχεις και την οικουμένη ολόκληρη, ν’ αγοράσεις μια ψυχή.

Φοράς όχι ένα αλλά χίλια βασιλικά στέμματα; Αν το σώμα σου προσβληθεί από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν θα μπορέσεις να αποκαταστήσεις την υγεία του, δίνοντας ακόμα και το βασίλειό σου ολόκληρο. Κι ας εξουσιάζεις τόσα και τόσα υγιή σώματα, τα σώματα των υπηκόων σου. Αυτό, λοιπόν, που δεν μπορείς να κάνεις για το σώμα σου, πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το κάνεις για την ψυχή σου.

Ο Θεός μας έδωσε δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια, δυο αυτιά. Έτσι, αν το ένα απ’ αυτά πάθει κάποια βλάβη, μπορούμε να εξυπηρετηθούμε με το άλλο. Ψυχή, όμως, μας έδωσε μόνο μία. Αν τη χάσουμε, πού θα βρούμε άλλη;

Η ψυχή, όταν κυριεύεται ολοκληρωτικά από ένα πάθος, εύκολα λέει και αδίσταχτα πράττει όσα προξενούν την οργή του Θεού, αφού γίνεται δούλα κάποιου άλλου, που της επιβάλλει τα αντίθετα ακριβώς από τον Κύριο.

Η ψυχή, όταν απελπίζεται ολότελα για τη σωτηρία της, δεν απέχει πολύ από την παραφροσύνη. Τότε, αφού παραδώσει τα χαλινάρια της σωτηρίας της στις άλογες επιθυμίες, τρέχει ασυγκράτητη παντού, όπου υπάρχει αμαρτία, ώσπου να γκρεμιστεί στο βάραθρο της αιώνιας απώλειας.

Η ψυχή, όταν συμβιβαστεί με την αμαρτία, που είναι ανελέητη, επιδεικνύει τρομακτικά την ασθένειά της. Όπως το γουρούνι, όταν κυλιέται στη λάσπη, ευχαριστιέται, έτσι και η ψυχή, όταν αιχμαλωτιστεί από την κακή συνήθεια, δεν αντιλαμβάνεται τη δυσωδία των αμαρτιών της. Και όπως η γη, όσο σπόρο κι αν της ρίξεις, όταν δεν ποτιστεί από τη βροχή ,δεν είναι δυνατό να δώσει σιτάρι, έτσι και η ψυχή, όσα λόγια κι αν σπείρεις μέσα της, όταν δεν φωτιστεί πρώτα από τις άγιες Γραφές , δεν είναι δυνατό να παρουσιάσει κάποιο έργο αρετής.

Τι δίνει η γη που δεν καλλιεργείται; Αγριόχορτα, αγκάθια και τριβόλια. Τι κάνει η ψυχή που δεν καλλιεργείται πνευματικά; Άνομα και πονηρά έργα. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η γη, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τ’ αγριόχορτά της. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η ψυχή, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τα πάθη της, τόσο περισσότερες και βαρύτερες γίνονται οι αμαρτίες της, που την οδηγούν τελικά στο θάνατο.

Τι παράξενο, αλήθεια! Όλοι παρακολουθούν με το στόμα ανοιχτό τα φευγαλέα επίκαιρα θέματα της πρόσκαιρης τούτης ζωής? για τα μελλοντικά και αιώνια θέματα, όμως, ούτε σκέψη δεν περνάει από το νου τους. Για τα φαγοπότια και τις σωματικές απολαύσεις είναι πάντοτε βιαστικοί? τις ψυχές τους ,όμως, τις αφήνουν να λιώνουν από πνευματική πείνα. Για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος φροντίζουν όσο μπορούν? για την ψυχή, όμως, αδιαφορούν.

Για το σώμα, όταν αρρωστήσει, και γιατρούς καλούν και φάρμακα χρησιμοποιούν και χρήματα πολλά ξοδεύουν, ώσπου να το θεραπεύσουν για την ψυχή, όμως, που υποφέρει από τη θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, δεν κάνουν τίποτα. Και το χειρότερο είναι, ότι, ύστερ’ από τόσες φροντίδες για το θνητό σώμα, όχι μόνο αυτό πεθαίνει, αλλά και η ψυχή καταδικάζεται στην ατελεύτητη κόλαση.

Επειδή, λοιπόν, λυπάμαι κατάκαρδα για την αφροσύνη, το σκοτισμό και την πώρωση των ανθρώπων, θα ήθελα να έχω φωνή τόσο βροντερή, που να φτάνει στου κόσμου τα πέρατα, και, αφού βρω ένα σημείο πολύ ψηλό, το πιο ψηλό της γης, ν’ ανεβώ εκεί πάνω και να φωνάξω σ’ όλα τα έθνη και τις φυλές εκείνο που είπε οι προφήτης Δαβίδ:«Άνθρωποι, ως πότε θα είστε σκληρόκαρδοι (προσηλωμένοι στη γη ) ; » ( Ψαλμ. 4:3 ). Πονάω και κλαίω για το κατάντημά σας. Ναι, κλαίω, γιατί παραγνωρίζετε τη μακροθυμία του Θεού, που σας ανέχεται, περιμένοντας τη μετάνοιά σας, και δεν σας τιμωρεί παιδαγωγικά.

Δεν πρέπει, βλέπετε, να κλαίμε τον πληγωμένο, που βογγάει σπαραχτικά από τους πόνους , όταν ο γιατρός καυτηριάζει τις πληγές του? γιατί τους πόνους, που προξενεί η καυτηρίαση, τους ακολουθεί η επούλωση των τραυμάτων. Ας κλαίμε τον πληγωμένο, που κείτεται στο κρεβάτι του πόνου δίχως καμιάν ιατρική φροντίδα γιατί οι πληγές του θα κακοφορμίσουν και θα τον οδηγήσουν στο θάνατο. Όμοια, στην περίπτωση μιας ψυχής πληγωμένης από την αμαρτία, δεν πρέπει να λυπόμαστε, όταν ο Θεός της επιβάλλει παιδαγωγικές τιμωρίες, γιατί αυτές τη θεραπεύουν. Ας λυπόμαστε και ας θρηνούμε για την ψυχή που αμαρτάνει χωρίς να τιμωρείται, γιατί την περιμένει τιμωρία αιώνια.

Όποιος καθαρίσει την ψυχή του από την αμαρτία και τη στολίσει με την αρετή, θα την κάνει κατοικία του Χριστού. Και ποιός είναι πιο μακάριος, ποιός είναι πιο ευτυχισμένος από κείνον που έχει στην ψυχή του το Χριστό, την Πηγή της ζωής, της χαράς , της αθανασίας;

Ο προφυλακισμένος εγκληματίας βασανίζεται ψυχικά από τη λύπη, ειδικά τη μέρα που πρόκειται να οδηγηθεί από τη φυλακή στο δικαστήριο. Εκεί, όταν , στο τέλος της δίκης , σηκωθεί από το εδώλιο, για ν’ ακούσει την αυστηρή φωνή του δικαστή, που θ’ αναγγέλλει την καταδίκη του, παγώνει από το φόβο του και μοιάζει σαν νεκρός.

Έτσι και η ψυχή, όταν στον κόσμο τούτο διαπράττει αμαρτίες, υποφέρει και στενοχωριέται. Πολύ περισσότερο όμως, βασανίζεται, όταν, αφού εγκαταλείψει τον κόσμο, πρόκειται να οδηγηθεί στο φοβερό δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσει για τις πράξεις της. Γι’ αυτό συχνά τρέμει και φοβάται και κάνει πίσω, όταν έρθει η στιγμή ν’ αποχωριστεί από το σώμα. Γιατί τότε ακριβώς κάθε αμαρτία, που έκανε στην παρούσα ζωή, παρουσιάζεται μπροστά της σαν σκληρός κατήγορός της.

Ας φροντίσουμε, λοιπόν, την αθάνατη ψυχή μας, ας προτιμήσουμε τα ουράνια από τα γήινα και τα άφθαρτα από τα φθαρτά αγαθά, τα οποία εύχομαι ν’ απολαύσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.


Από το βιβλίο: "Θέματα Ζωής Β" - Ιερά Μονή Παρακλήτου

«Και τι θα λέω, όταν προσεύχομαι;» [του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου]

 


Ο άρρωστος Εζεκίας ούτε όρθιος ούτε γονατιστός, αλλά πεσμένος στο κρεβάτι παρακάλεσε για τη θεραπεία του το Θεό, που με τον προφήτη Ησαΐα του είχε προαναγγείλει το θάνατό του.

Και κατόρθωσε με την καθαρότητα και τη θερμότητα της καρδιάς του να μεταβάλει τη θεϊκή απόφαση.
Ο ληστής, πάλι, καρφωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών.

Και ο Ιερεμίας μέσα στο λάκκο με τη λάσπη και ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο με τα θηρία και ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους, όταν προσευχήθηκαν θερμά, απομάκρυναν τις συμφορές, που τους είχαν βρει, και βοηθήθηκαν από το Θεό.

Διαβάστε εδώ: Ο ρόλος των θλίψεων και του πόνου στη ζωή μας

«Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;», θα με ρωτήσεις.

Θα λες ό,τι και η Χαναναία του Ευαγγελίου. «Ελέησέ με, Κύριε!», παρακαλούσε εκείνη. «Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο».
«Ελέησέ με, Κύριε!», θα παρακαλάς κι εσύ. «Η ψυχή μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας.

Ο δαιμονισμένος ελεείται, ενώ ο αμαρτωλός αποδοκιμάζεται. «Ελέησέ με!». Μικρή είναι η φράση. Και όμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρωπίας, καθώς, όπου υπάρχει έλεος, εκεί υπάρχουν όλα τα αγαθά.

Διαλύει τις συμφορές [Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου]

Πως θα ελεηθούμε; Πως θα σωθούμε; Εγώ θα σας το πω˙ ας έχουμε πάντοτε μέσα στην ψυχή μας την προσευχή και τους καρπούς της, εννοώ δηλαδή την ταπεινοφροσύνη και την πραότητα. Διότι λέγει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρήτε ανάπαυσι στις ψυχές σας» ( Ματθ. 11, 29 ) ˙ και πάλι ο Δαυίδ λέγει˙ «Θυσία για το Θεό είναι το συντριμμένο πνεύμα˙ καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την περιφρονήση» ( Ψαλμ. 50, 19 ) . Διότι ο Θεός τίποτε δεν αποδέχεται και δεν αγαπά τόσο, όσο ψυχή πράη, ταπεινή και ευχάριστη.
Πρόσεχε λοιπόν και συ αδελφέ, και όταν δης κάτι από τα απροσδόκητα να έρχεται και να σε ενοχλή, μην καταφύγης στους  ανθρώπους και στηρίξης την ελπίδα σου σε θνητή βοήθεια αλλά αφήνοντας τους όλους κατά μέρος, τρέξε με τη σκέψι σου στο γιατρό των ψυχών. Διότι μόνον Εκείνος μπορεί να θεραπεύση την καρδιά. Εκείνος που μόνος έπλασε τις καρδιές και γνωρίζει όλα τα έργα μας ( Ψαλμ. 32,15 ) . Αυτός μπορεί να μπη στη συνείδησί μας, ν’ αγγίξη την διάνοιά μας  και να παρηγορήση την ψυχή μας. Διότι εάν Εκείνος δεν παρηγορήση τις καρδιές μας, περιττά και ανώφελα είναι τα των ανθρώπων˙  όπως πάλι όταν μας παρηγορή και μας ενθαρρύνη ο Θεός, και αν ακόμη μας παρενοχλούν αμέτρητοι άνθρωποι, δεν θα μπορέσουν να μας βλάψουν σε τίποτε˙ διότι όταν Εκείνος στερεώση την καρδιά, κανένας δεν μπορεί να την κλονίση.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά αγαπητοί, ας καταφεύγουμε πάντοτε  στο Θεό, ο Οποίος θέλει και μπορεί να μας απαλλάξη από τις συμφορές. Διότι, όταν χρειάζεται να παρακαλέσουμε ανθρώπους , πρέπει πρώτα να συναντήσουμε και θυρωρούς και παρασίτους και να παρακαλέσουμε και κόλακες και πολύ δρόμο να βαδίσουμε˙ ενώ στην περίπτωσι του Θεού, δε χρειάζεται τίποτε το παρόμοιο, αλλά μπορεί να Τον παρακαλέση κανείς χωρίς να χρησιμοποιήση μεσίτη, χωρίς χρήματα˙  χωρίς δαπάνη αποδέχεται την παράκλησί μας˙ αρκεί μόνο με την καρδιά του να φωνάξη κανείς και να χύση δάκρυα και αμέσως θα τρέξη και θα τον βοηθήση…


Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Τα νεύρα της ψυχής» Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγ. Όρους

16/2 Κυριακή του Ασώτου [ Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Απόσπασμα από την Α' Ομιλία-Περί μετανοίας)]

Ήταν δυό αδέλφια· τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία. Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών. Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους. Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι. Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο. Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα. Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά. Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος. Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία. Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8). Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας. Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν

Σελίδα 1 από 2