HeadShort.png

7/6 Κυριακή της Πεντηκοστής [Ι.Μ. Μεσογαίας]

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰωάν. ζ΄ 37-52, η΄12)

 

Πεν­τη­κο­στὴν ἑορ­τά­ζον­τες, ἀδελ­φοί, «Πνεύ­μα­τος Ἁγίου ἐπι­δη­μίαν» ἀπο­λαμ­βά­νουμε, γι᾿ αὐτὸ εὐ­χα­ρί­στως καὶ δυ­να­μικὰ ψάλ­λουμε «εἴ­δο­μεν τὸ φῶς τὸ ἀλη­θι­νόν, ἐλά­βο­μεν πνεῦμα ἐπου­ρά­νιον».

Εἶ­ναι δὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα « Πρό­σω­πο» πολὺ ἀνώ­τερο ἀπὸ τὸ πρό­σωπο ἄν­θρω­πος. Εἶ­ναι τὸ τρίτο πρό­σωπο τῆς Θε­ό­τη­τος, εἶ­ναι ὁ ἕνας τῆς Τρι­ά­δος, ὁμο­ού­σιος, ὁμό­θρο­νος καὶ ἰσό­τι­μος πρὸς τὸν Πα­τέρα καὶ πρὸς τὸν Υἱό. Καὶ ὅπως ὁ Πα­τέ­ρας εἶ­ναι Θεὸς ἀλη­θι­νὸς καὶ ὁ Υἱὸς ἐπί­σης Θεὸς ἀλη­θι­νὸς γεν­νώ­με­νος ἐκ Θεοῦ ἀλη­θι­νοῦ, ἔτσι καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶ­ναι Θεὸς ἀλη­θι­νός, ἐκ­πο­ρευ­ό­με­νος ἐκ Θεοῦ ἀλη­θι­νοῦ. Τέ­λειος Θεὸς ὁ Πα­τέ­ρας, τέ­λειος Θεὸς ὁ Υἱός, τέ­λειος Θεὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· πλὴν δὲν ὑπάρ­χουν τρεῖς θεοὶ ἀλλὰ ἕνας· μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος Θε­ο­λό­γος. Αὐτὸ εἶ­ναι τὸ μυ­στή­ριο τῶν μυ­στη­ρίων.

Ποιὸ εἶ­ναι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος;

Ὁ Πα­τὴρ δι᾿ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύ­ματι ποιεῖ τὰ πάντα. Σὲ ὅλα συ­νερ­γεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ὁ Πα­τὴρ ὑπό­σχε­ται καὶ προ­ε­τοι­μά­ζει τὸ ἔργο τῆς ἀπο­λυ­τρώ­σεως τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ Υἱὸς διὰ τῆς ἐναν­θρω­πή­σεώς Του καὶ τῆς Σταυ­ρι­κῆς Του θυ­σίας τὸ ὑλο­ποιεῖ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κά­νει τὴν σω­τη­ρία προ­σω­πικὸ κτῆμα κάθε πι­στοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο πα­ρα­μέ­νει στὴν Ἐκ­κλη­σία, φω­τί­ζοντας, δι­δά­σκοντας καὶ προ­φυ­λάσ­σοντάς ­την ἀπὸ τὴν πλά­νη, ὁδη­γών­τας την «εἰς πᾶ­σαν τὴν ἀλή­θεια».

Ἀδελ­φοί μου, ἡ πρὸ Χρι­στοῦ ἐποχὴ ἀνή­κει κατ᾿ ἐξο­χὴν στὸν Πα­τέρα. Ἡ ἐποχὴ τῆς ἐπὶ γῆς πα­ρου­σίας τοῦ Χρι­στοῦ ἀνή­κει ἰδι­αι­τέ­ρως στὸν Υἱό, τὸν Χρι­στό, καὶ ἡ ἐποχὴ ἀπὸ τὴν Πεν­τη­κο­στὴ καὶ μετά, ἀνήκει κατὰ τὴν ἐπαγγελία τοῦ Υἱοῦ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ πιστοὶ ἄνθρωποι σή­μερα ποὺ ἀγνο­οῦν τὸ πρόσωπο καὶ τὴν θε­ό­τητα τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος καὶ δὲν τι­μοῦν ὅσο πρέ­πει τὸ τρίτο πρό­σωπο τῆς Ἁγίας Τρι­ά­δος. Γιαυτὸ εἶ­ναι ἅγιο, καλὸ καὶ εὐ­λο­γη­μένο νὰ κη­ρύτ­τουμε τὸ ἔργο τοῦ Κυ­ρίου Ἰη­σοῦ, χωρὶς νὰ πα­ρα­λεί­πουμε τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος.

Τὸ τρί­το Θεῖο πρό­σω­πο εἶναι «ὁμο­ού­σιον καὶ ὁμό­θρονον καὶ ἰσό­τι­μον» πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρό­σωπα. Ἂν λη­σμο­νοῦμε ἢ ἀμε­λοῦμε νὰ λα­τρεύουμε ἰσά­ξια καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τότε ἡ λα­τρεία μας εἶ­ναι ἀτε­λὴς καὶ γίνεται αἰ­τία στερήσεως τῶν πνευ­μα­τι­κῶν χα­ρι­σμά­των.

Χαρίσματα ποὺ θὰ μᾶς χορηγοῦνται καὶ θὰ τὰ ἀνανεώνουμε μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας « Βα­σι­λεῦ οὐ­ρά­νιε Πα­ρά­κλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀλη­θείας, ὁ θη­σαυ­ρὸς τῶν ἀγα­θῶν, ὁ ζωῆς χο­ρη­γός, ἐλθὲ καὶ σκή­νω­σον ἐν ἡμῖν, κα­θά­ρι­σον ἡμᾶς ἀπὸ πά­σης κη­λῖ­δος καὶ σῶ­σον ἀγαθὲ τὰ ψυ­χὰς ἡμῶν. Ἀμήν.

31/5 «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» [Ι.Μ. Μεσογαίας]

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ 318 ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ιωάν. ιζ΄1-13 )

9 Ἰουνίου 2019

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγινώσκεται ἕνα τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα Του, ποὺ ἔχει ὡς θέμα τὴν οὐσιαστικὴ ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ παράλληλα τὴν παράκλησή Του «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν».

Αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ τὴν βάση, τὴν προϋπόθεση ἀλλὰ καὶ τὸν σκοπὸ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιαυτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπὸ τὸ νὰ γίνει κάποιος αἰτία διασπάσεως αὐτῆς τῆς ἑνότητας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργηθεῖ σχίσμα καὶ αἵρεση. Νὰ ἀποκοποῦν δηλαδὴ μέλη ἀπὸ τὸ ἕνα Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀποτελέσουν δική τους παρασυναγωγή.

Τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ εἶναι βαρύτατο καὶ ἀσυγχώρητο καὶ δὲν ξεπλένεται οὔτε καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυ-σόστομος. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀποσχίζονται ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ φεύγουν ἀπ᾽ αὐτὴν ὁμοιάζουν μὲ τὸν Ἰούδα ποὺ ἔφυγε μέσα ἀπὸ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ πῆγε στοὺς ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔγινε ἀπὸ μαθητὴς τοῦ Κυρίου υἱὸς τῆς ἀπωλείας· χάνονται μιὰ γιὰ πάντα μέσα στὴν πλάνη καὶ μέσα στὸ ψέμα τῆς αἵρεσης, ἐὰν δὲν μετανοήσουν καὶ δὲν ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ τιμοῦμε σήμερα, ἀγωνίστηκαν πολὺ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὀρθὴ πίστη ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. «Αὕτη δὲ ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν».

Τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο.

Ἐκκλησία Χριστοῦ θὰ πεῖ κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν λέμε φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο, ἐννοοῦμε τὴν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ γίνεται μὲ τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Τὰ τρία αὐτὰ πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός· Μία κοινωνία. Καὶ καθὼς τά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἕνας Θεός, ἔτσι καὶ τά πολλὰ πρόσωπα, οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι, μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀποτελοῦν τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πολέμησαν οἱ αἱρετικοὶ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου, μὲ σκοπὸ νὰ τὴν διαλύσουν.

Οἱ 318 Θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στάθηκαν ἐμπόδιο μπροστά τους μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγία ζωή τους, γιαυτὸ καὶ μπόρεσαν νὰ διατυπώσουν μὲ ἀκρίβεια τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, καταισχύνοντας τοὺς αἱρετικοὺς καὶ διαφυλάσσοντας τὴν ποθητὴ ἑνότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς.

Ἑορτάζοντες ἐμεῖς σήμερα αὐτοὺς τοὺς Πατέρες ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ἐκεῖνοι, διέμειναν στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, βίωσαν τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης της, ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἑνότητά της καὶ σώθηκαν μέσα σὲ Αὐτήν, ἄς ἐνεργοποιήσουμε τὶς δυνάμεις μας, ὥστε μὲ κάθε τρόπο νὰ διατηρήσουμε, ἀγωνιζόμενοι μέσα σ’ Αὐτὴν τὴν ἁγία κιβωτό, τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μας. Ἀμήν.

29/4 Του Παραλύτου [Ι.Μ. Μεσογαίας]

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ιωαν. ε΄΄1-15 )
29 Ἀπριλίου

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ θαυμαστὴ θεραπεία ἑνὸς ἄνδρα, ὁ ὁποῖος κατέκειτο παράλυτος γιὰ τριάκοντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια.

Στὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχε ἕνα ἰδιαίτερος χῶρος, μία δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Στὸ μέρος ἐκεῖνο συγκεντρωνόταν πλῆθος ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν καὶ ἐν γένει ἀνήμπορων ἀνθρώπων. Αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν μιὰ ὄντως τραγικὴ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας, ἀλλὰ καὶ ἔκφραση τῆς θλίψεως, τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ πόνου. Ἐκεῖ ἀκούγονταν ἀπὸ τοὺς ταλαίπωρους αὐτοὺς ἀσθε-νεῖς κραυγὲς πόνου καὶ ἀδημονίας, ἱκεσίες καὶ παρακλήσεις, ὥστε νὰ τύχουν βοηθείας.

Ταυτόχρονα, ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὑπῆρχε στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὑπομονὴ καὶ πολλὴ καρτερία. Ὁμιλώντας ὁ ἴδιος εἰδικότερα στὸν ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη παράλυτο, χαρακτηρίζει «ἔκπληκτη» τὴν καρτερία του, ἐπειδὴ παρέμενε καὶ ὑπέμενε στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, χωρὶς συγγενεῖς καὶ φίλους, μόνος καὶ ἀβοήθητος. Τὸ ἴδιο πάντως ἄγρυπνοι καὶ καρτερικοὶ ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἦταν ἄδηλος ὁ καιρὸς ταραζόταν τὸ ὕδωρ. Ἑρμηνεύοντας ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ «ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ», λέει πὼς τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας δὲν γινόταν βέβαια συνεχῶς, ἀλλὰ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό. Ὁ χρόνος τέλεσής του ἦταν ἄγνωστος στοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸ λάμβανε χώρα πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, οἱ ἀσθενεῖς εὑρίσκοντο συνεχῶς στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτή. Ὅλοι δὲ οἱ ἀσθενεῖς εἶχαν καὶ κάποιο δικό τους, ὥστε νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ καὶ νὰ τοὺς σπρώξει στὸ νερό. Μόνον ὁ παραλυτικὸς ἦταν μόνος ἐκεῖ. Παρόλα αὐτὰ δὲν δυσανασχετοῦσε. Στὸν διάλογό του μὲ τὸν Κύριο, ἐπιδεικνύει τὴν ἐσωτερική του ποιότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν ρώτησε ἐὰν θέλει νὰ γίνει καλὰ δὲν ἀντέδρασε μὲ κακότητα καὶ ἀπελπισία. Πολὺ περισσότερο δὲν στενοχωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος˙ δὲν ἔδειξε νὰ τοῦ φταίει κανείς. Ἀπαντᾶ μὲ πραότητα, ἀλήθεια καὶ πόνο «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν˙ ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει».

Τότε ὁ Κύριος τὸν εὐσπλχανίζεται, τὸν θεραπεύει καὶ τοῦ λέει «ἴδε ὑγιὴς γέγονας˙ μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται», πρᾶγμα ποὺ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐπίσκοπος Ἰκονίου, σημαίνει πὼς ἡ ἁμαρτία του ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀσθένειά του.

Ἡ συνομιλία τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Κύριο ἀποδεικνύει καὶ ἀναδεικνύει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μὲ συναίσθηση ὑπομένει. Ἡ πίστη του φαίνεται στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο δέχθηκε τὴν προσταγή: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Καὶ ἡ ἀνδρεία του ἀποκαλύπτεται ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅταν, παρὰ τὶς κατηγορίες τῶν ἄλλων γιὰ δῆθεν καταπάτηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν εὐεργέτη του, ἀλλὰ τὸν ὁμολόγησε.

Ἀδελφοί μου,ὁ πόνος καὶ ἡ δοκιμασία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα δοκιμάζεται καθημερινὰ ἡ ἀντοχὴ ὅλων τῶν ἀνθρώ-πων, ἄλλοι λιγότερο καὶ ἄλλοι περισσότερο. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος ποὺ νὰ περάσει τὴ ζωή του χωρὶς θλίψη.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπεσήμανε στοὺς μαθητές του αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ποὺ ἐπιφυλάσσει αὐτὸς ὁ κόσμος «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἕξετε». Ἐφόσον κάποιος ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς θὰ συνυφαίνει τὴ ζωή του μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴ δυστυχία. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι εὐσεβὴς ἢ ἀσεβής, πιστὸς ἢ ἄπιστος. Ὁ τρόπος, ὅμως, ποὺ ἀντιμετωπίζει τὶς θλίψεις, τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ δοκιμασία, θὰ φανερώνει τὴν πνευματική του κατάσταση, ἡ ὁποία θὰ προκαλεῖ ἤ ὄχι τὸ θαῦμα στὴ ζωή.

Στὴν ἀγωνία καὶ στὴν ἀναμονὴ τοῦ ποθητοῦ θαύματος, ἄς ἐνισχυόμαστε ἀπὸ τὴν ἀψευδῆ διαβεβαίωση τοῦ ποιοῦντος μεγάλα καὶ θαυμαστὰ Κυρίου, λέγοντος «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».

 www.imml.gr

22/4 Των Μυροφόρων


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μαρκ. ιε΄ 43- ις΄8)
22 Ἀπριλίου

Πέρασαν ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν πανεφρόσυνη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι ἑορτὴ διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες. Οὔτε μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἑορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξει ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ ζωτικὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.

Ὅπως κάθε ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν, ἔτσι καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τονίζει ἰδιαίτερα τὴ σχέση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντάς μας τὸ παράδειγμα τῶν μυροφόρων γυναικῶν.

Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ μυροφόρες γυναῖκες; Ἦταν μία ὁμάδα γυναικῶν, ποὺ τρία χρόνια ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές. Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωςὴφ καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες, εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ μαθαίνουν ἀπὸ τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν πρόκληση, γιαυτὸ αἰσθάνονταν ἐχθρικὰ καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Αὐτονόητα περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν χαρακτήριζαν ὡς πλᾶνο, ὡς φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελώνων, αὐτὸν ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν περιφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, οἱ Μυροφόρες τὸν πιστεύουν ὡς Κύριο καὶ θεό τους. Τὸν ἀγαποῦν, τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες στιγμές. Ὅταν ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν ἀπὸ κοντὰ κάθε βῆμα. Ὅταν ἀνεβαίνει στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες σφίγγουν τὰ δικά τους. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν ἡ λόγχη τρυπάει τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμᾶτες ἀπορία καὶ ἀνθρώπινο πόνο.

Καὶ ὅταν ὅλοι ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθητές του κρύβονται «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχονται «λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ περιποιηθοῦν μυρώνοντας τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Διδασκάλου μὲ σεβασμὸ καὶ συνέπεια στὰ νεκρικὰ ἔθιμα. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος. Οὔτε τὸ μῖσος τῶν ἀρχόντων, οὔτε τῶν στρατιωτῶν ἡ σκληρότητα, οὔτε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

τὰ πρόσωπα τῶν Μυροφόρων, ποὺ προβάλλονται σήμερα γίνονται τὰ πρότυπα καὶ τὰ παραδείγματα γιὰ τὶς χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.

Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν Χριστὸ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν κατήχηση. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνει ὅ,τι ἀρέσει στὸν Χριστό. Καὶ τὸ κάνει μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ, ἀνεπητίδευτη, σεμνή, διακριτική; Τὸ κάνει μὲ πολὺ χαρά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς στὴ διακονία τῶν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν τὴν συνεχιζόμενη στὴν ἱστορία ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀκυρώνοντας ἔμπρακτα τὴν ἀπιστία τοῦ κόσμου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, γιὰ νὰ παρέχουν στὸν καθένα τὴν ἐμπειρία ὅτι «Χριστός Ἀνέστη».

www.imml.gr

10/5 Κυριακή του παραλύτου [Ι.Μ. Μεσογαίας]

Από Αρχείο

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ιωαν. ε΄΄1-15 )

Μὲ τὸν αὐθεντικότερο τρόπο βγάζει στὴν ἐπιφάνεια σήμερα ὁ παραλυτικὸς τῆς Βηθεσδᾶ τὸ δύσκολο πρόβλημα τῆς μοναξιᾶς τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴν πολυάριθμη κοινωνία ποὺ ζοῦν. Ἡ μοναξιὰ βέβαια ἀπασχολοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν. Γιαυτὸ ὁ ἄνθρωπος τὴν μελετοῦσε προσπαθώντας νὰ ἐντοπίσει τὶς αἰτίες της γιὰ νὰ θεραπεύσει αὐτὴ τὴν παθολογία, ἡ ὁποία πάντα ὁδηγοῦσε στὴν ἀπομόνωση καὶ τελικὰ στὴ δυστυχία.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς πίστεως καὶ τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς μοναξιᾶς εἶναι καθαρὰ πνευματικό. Πνευματικὰ τὰ αἴτιά του, πνευματικὴ καὶ ἡ μόνη λύση του.

Ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁδήγησε στὴν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, μὲ φυσικὴ συνέπεια καὶ τὴν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του.

Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ποὺ δὲν ἀποδέχονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεννᾶ τὴν ἀκατάπαυστη μοναξιά, τὴν ὁποία καμμιὰ μεθοδολογία δὲν ἔχει μέχρι σήμερα λύσει.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸ στὸν οὐρανό, ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι μέσα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπιτεύγματά του δὲν Τὸν ἔχει πιὰ ἀνάγκη. Νόμισε ὅτι μπορεῖ νὰ τὰ καταφέρει μόνος του, ἀφοῦ ἐγωιστικὰ αἰσθάνεται μικρὸς θεὸς ποὺ κρατᾶ στὰ χέρια μὲ τὴν ἐπιστημοσύνη του τὴ φύση ὁλόκληρη, τὴ γνώση καὶ τὴ δύναμη γιὰ νὰ διαχειρίζεται τὴν πορεία τὴ δική του καὶ τῶν συνανθρώπων του.

Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅμως ἀποδεικνύεται ἔμπρακτα ὅτι δὲν γεμίζει ἀπὸ τὰ ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πολλὰ προσπάθησε νὰ βρεῖ καὶ τελικὰ ἄφησαν τὴν ψυχὴ ἄδεια καὶ διψασμένη. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει νὰ μένει μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεό, τόσο αὐξάνει τὴν μοναξιά του καὶ ὅσο αὐξάνει τὴν μοναξιά του, τόσο φτάνει στὰ ὅρια τῆς καταθλίψεως, τῆς ἀπελπισίας καὶ πολλὲς φορὲς καὶ τῆς ἐπικινδυνότητας γιὰ τοὺς ἄλλους.

Αὐτὴ ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν κάνει ξένο καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, γιαυτὸ φοβᾶται νὰ μένει μόνος στὴ σιωπή. Ἡ σιωπὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ τοῦ ἀποκαλύψει ἀλήθειες ποὺ πονοῦν, περισσότερο ὅμως θὰ τοῦ φανερώσουν τὸν πολὺ ἄγνωστο ἑαυτό του, ποὺ εἶναι ὁ δυσάρεστα μεγάλος του ἄγνωστος.

Γιὰ νὰ ἀποφύγει ἔτσι νὰ ἀντικρύσει τὴν ἀλήθεια ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ διέξοδα, προτιμᾶ νὰ ἀποξενώνεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ κινεῖται μὲ ἐξωστρέφεια καὶ τρόπους χωρὶς οὐσία καὶ χαρά. Βολεύεται στὴν ἁμαρτία. Βαπτίζει τὸ ἀνήθικο ὡς σωστὸ καὶ φυσιολογικό. Ἀκολουθεῖ τυφλὰ τὶς ἐπιθυμίες του καὶ καταπνίγει τὴ λογική του ξεπερνώντας τὰ ὅρια τῆς φύσεώς του παραμένοντας ἀδιάφορα σὲ ἀντιπαλότητα μὲ τὴ συνείδησή του.

Αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ τὸν ἀποξενώνει φυσιολογικὰ καὶ μὲ τὸν συνάνθρωπο. Τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐφήμερη δημιουργία σχέσεων συμφέροντος καὶ καλλιεργεῖ μιὰ ἐπίπλαστη κοινωνικότητα γεμάτη ψέμα καὶ ὑποκρισία. Δὲν ἐπικοινωνεῖ μὲ ὅσους κρίνει πὼς δὲν τοῦ χρειάζονται, δὲν κάνει διάλογο, δὲν ξέρει νὰ ἀκούει, προτιμώντας νὰ ζεῖ μέσα στὴν ἀπέραντη ἐρημιὰ τῆς πολυάρθμης κοινωνίας ποὺ τὸν κυκλώνει.

Εἶναι τραγικὸ τελικὰ νὰ κατοικοῦμε, νὰ ἐργαζόμαστε, νὰ ἐπικοινωνοῦμε, νὰ διασκεδάζουμε, νὰ τρῶμε, νὰ ἐνημερωνόμαστε, νὰ κινούμεθα, νὰ ταξιδεύουμε μαζικὰ καὶ τίποτε νὰ μὴ γίνεται προσωπικά.

Ἡ φωνὴ τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδᾶ « Κύριε ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», συνεχίζει νὰ ἀκούγεται ὡς δυνατὸς ἀντίλαλος μέσα στοὺς αἰῶνες, ἐκφράζοντας τὸν ἀσίγαστο πόθο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ψάχνει μὲ κάθε τρόπο, μέσα στὴν ἱστορία, νὰ συναντήσει στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου τὸν Ἀναστάντα Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὡς τὸ Φῶς, ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀλήθεια θὰ χαρίσει τὸ θαῦμα τῆς λύτρωσης ἀπὸ τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν δυστυχία, μὲ τὴν χαρὰ τῆς οὐσιαστικῆς κοινωνίας ποὺ προσφέρει ἡ διαβεβαίωσή Του «... ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος...»

Ἀμήν.

www.imml.gr

Σελίδα 1 από 3