Διαδρομή στους δρόμους της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. (απόσπασμα)
Η προσευχή ως θώρακας.
Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας στους δρόμους της Μεγάλης Τεσσαρακοστής φτάνουμε στην προσευχή η οποία είναι, «η αναφορά της ζωής, όλων των πραγμάτων και των γεγονότων στο Θεό, η άνοδος του ανθρώπου προς συνάντηση του κατερχόμενου Θεού, η οδός της Θεανθρώπινης φιλίας, κοινωνίας και ενώσεως». Η Προσευχή σημαίνει αναζήτηση του Θεού, συνάντηση με το Θεό και προώθηση πιο πέρα από τη συνάντηση, στην κοινωνία μαζί Του. Η προσευχή είναι μία πράξη, ένα βίωμα, μία στάση. Μία στάση όχι μόνο σε σχέση με το Θεό αλλά και σε σχέση με τον κόσμο της δημιουργίας. Προκύπτει από τη συναίσθηση ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι απλώς δισδιάστατος, φυλακισμένος στις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου, ένας κόσμος επίπεδος στον οποίο συναντούμε την επιφανειακή όψη των πραγμάτων, μια θαμπή επιφάνεια που σκεπάζει το κενό. Η προσευχή προκύπτει από την ανακάλυψη ότι ο κόσμος έχει βάθος και ότι δεν περιστοιχιζόμαστε μόνο από ορατά πράγματα, αλλά ότι είμαστε βουτηγμένοι μέσα σε αόρατα πράγματα και διαποτισμένοι από αυτά. Κι αυτός ο αόρατος κόσμος είναι συγχρόνως η παρουσία του Θεού, η ύψιστη και κορυφαία πραγματικότητα και η εσώτατή μας αλήθεια».
Η προσευχή δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως ένα κορυφαίο δώρο του Θεού προς όλους μας. Είναι η οδός για να Τον συναντήσουμε, να επικοινωνήσουμε μαζί Του, να Τον προσεγγίσουμε με τρόπο άμεσο και, συνάμα, μυστηριακό. Είναι απόλυτα προσωπική υπόθεση, αλλά ταυτόχρονα υπόθεση όλης της Εκκλησίας, όλου του πληρώματος του Σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό και διεξάγεται είτε σε χώρο άκρως προσωπικό, στο «ταμείον», όπως λέει η Γραφή, είτε στον Ιερό Ναό, από κοινού με όλους τους Χριστιανούς, κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών. Στην πρώτη περίπτωση η προσευχή δεν μπορεί να μπαίνει σε καλούπια, να ορίζεται από συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες, να διεξάγεται σε προκαθορισμένους χώρους και με σταθερούς τρόπους. Πραγματώνεται οπουδήποτε, οποτεδήποτε, εκφράζεται με λίγα ή πολλά λόγια, αρκεί αυτά να είναι αποστάγματα καρδιάς πυρωμένης από την αγάπη του Θεού. Άλλωστε, μην ξεχνούμε ότι η πιο δυνατή και περιεκτική προσευχή δεν είναι άλλη από το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό» ή απλά το «Κύριε Ελέησον». Δεν έχει σημασία η ποσότητα αλλά η ποιότητα της προσευχής. Έλεγε ο μακαριστός γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης στους κοσμικούς επισκέπτες του: «Εάν εγώ μέσα στην ησυχία των Κατουνακίων λέω εκατό ευχές την ημέρα και σεις μέσα στην τύρβη της πόλεως και τις υποχρεώσεις της εργασίας και της οικογένειας λέτε τρείς ευχές, είμαστε ίσα».
Στη δεύτερη περίπτωση η προσευχή, όταν γίνεται εν μέσω της Εκκλησίας, σηματοδοτεί την κοινωνία και την ενότητα των πιστών μεταξύ τους και των πιστών με το Θεό, γίνεται η φωνή της ικεσίας, της δοξολογίας, της ευχαριστίας, της μετανοίας συμπάσης της Εκκλησίας προς τον Κύριο και Θεό της. Αποτελεί συστατικό στοιχείο της Λειτουργικής και Ευχαριστιακής σύναξης έξω από την οποία ουδείς δύναται να αυτοπροσδιορίζεται Ορθόδοξος Χριστιανός και να λαμβάνει το δικαίωμα της κρίσεως και της επικρίσεως των εν τη Εκκλησία διακονούντων, διαβιούντων και προσευχόμενων προσώπων, είτε αυτά πολιτεύονται αγίως είτε ατελώς.
Βέβαια και στη μία και στην άλλη περίπτωση η προσευχή καθίσταται αντικείμενο δριμείας πολεμικής υπό του διαβόλου, ο οποίος με κάθε τρόπο αγωνίζεται για να αποσπάσει τον νου του ανθρώπου από την υψίστη πνευματική αυτή ενασχόληση, προκειμένου να διασπάσει την επικοινωνία με το Θεό. Και είτε φορτώνει τη διάνοιά μας με λογισμούς πονηρίας, είτε περισπά τη σκέψη μας με τα προβλήματα της ημέρας, είτε εμφυτεύει μέσα μας τον πειρασμό της αναβολής, που είναι κακός σύμβουλος στην πορεία της πνευματικής ζωής. Οι αλήθειες αυτές καταγράφονται στο Γεροντικό, όπως τις διδάσκει ο Αββάς Αγάθων: «Συγχωρέστε με», λέγει, «αλλά θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλος μεγαλύτερος κόπος, όπως ο κόπος του να προσευχηθεί ο άνθρωπος στον Θεό. Διότι πάντοτε, όταν ο άνθρωπος θέλει να προσευχηθεί, οι δαίμονες που τον εχθρεύονται θέλουν να τον ανακόψουν, επειδή γνωρίζουν ότι από τίποτε άλλο δεν εμποδίζονται στο καταχθόνιο έργο τους όσο από την προσευχή στο Θεό».
(Αρχιμ. Επιφανίου Σ. Οικονόμου, «Ορθόδοξες θέσεις. Σύγχρονες προσεγγίσεις», εκδ. Ίνδικτος. Αθήναι 2006, σ. 350-358)