HeadShort.png

Tα Εισόδια της Θεοτόκου

Τα Εισόδια της Παναγίας μας, που η Εκκλησία μας τα γιορτάζει στις 21 Νοεμβρίου, είναι μία από τις πολλές θεομητορικές γιορτές. Και θυμόμαστε αυτή τη μέρα την είσοδο της Παναγίας στο Ναο και την αφιέρωσή της στο Θεο εκ μέρους των ευλαβεστάτων γονέων της, του Ιωακείμ και της Άννης. Εκ πρώτης όψεως, η γιορτή αυτή φαίνεται να μας υπενθυμίζει απλώς κάποιο γεγονός που συνέβη κάποτε, χωρίς να διαπιστώνεται ένα βαθύτερο νόημα. Ωστόσο υπάρχει κάτι που θα μπορούσε κανείς να το προσέξει και να διδαχτεί από αυτό. Και αυτό το κάτι είναι η απόφαση των ευλαβών γονέων να οδηγήσουν οι ίδιοι το παιδί τους στο Θεο και να το αφιερώσουν στο Ναο Του, γνωρίζοντας, από δική τους εμπειρία, την αξία αυτής της ενέργείας τους. Να ένα παράδειγμα προς μίμηση για τούς γονείς όλων των εποχών.

Η νεολαία, τα παιδιά, υπήρξαν το εκλεκτότερο τίμημα της Ανθρωπότητας. Σ αυτήν στήριξε πάντοτε τις ελπίδες της η κοινωνία για ένα καλύτερο μέλλον. Γι αυτό και οι ευθύνες όλων μας, και κυρίως των γονέων, είναι τεράστιες απέναντι στα παιδιά και τούς νέους γενικότερα. Ανάλογα με τις κατευθύνσεις που τούς δίνουμε, δρέπουμε κατά καιρούς και τούς καρπούς. Ομως είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν οι γονείς τελικά ότι μόνον ο Χριστός και η Εκκλησία, χωρίς κανένα ιδιοτελές αντίκρυσμα και συμφέρον, αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνον στην πραγματική ευτυχία των νέων μέσα σε καθαρούς, διάφανους και υγιείς ορίζοντες, μακριά από σκοπιμότητες και υπολογισμούς.

Αρκετοί γονείς, όμως, δυστυχώς, μπορεί να προσφέρουν τα πάντα στα παιδιά τους, δεν θεωρούν όμως καθόλου απαραίτητο να τα οδηγήσουν κοντά στο Θεο δια της Εκκλησίας, είτε γιατί οι ίδιοι ποτέ δεν είχαν τέτοιου είδους εμπειρία είτε γιατί είχαν σχηματίσει την εντύπωση ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχει ο σκοταδισμός, ο αναχρονισμός, η καθυστέρηση, η εκμηδένιση της προσωπικότητας. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχουν οι γονείς αυτοί, αν κάποιο παιδί τους κάποια στιγμή, κατά Χαριν Θεού, αναπτύξει κάποιες στενότερες σχέσεις με την Εκκλησία και φοβούνται τότε ότι αυτό το παιδί τους θα γίνει παπάς η καλόγερος, σαν και αυτό να ήταν το τρομερότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί στον κόσμο. Κρίμα που υπάρχουν γονείς που σκέπτονται έτσι κάποιες φορές, αδικώντας κατάφωρα την Εκκλησία. Γιατί στ αλήθεια, κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να δεχτεί ότι ο Χριστός και η Εκκλησία έχουν ανάγκη να «στρατολογούν» οπαδούς. Ούτε και μπορεί να γίνει κάποιος κληρικός η μοναχός εκβιαστικά, αν δεν το θέλει ο ίδιος η αν εκ Θεού δεν έχει αυτόν τον προορισμό.

Ποσο λανθασμένες και άδικες είναι αυτές οι απόψεις κάποιων συνανθρώπων μας που τόσο αρνητικά επηρεάζουν και αρκετούς γονείς να μην οδηγούν τα παιδιά τους κοντά στην Εκκλησία, μας το βεβαιώνουν κάποια λόγια του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Λογια που ειπώθηκαν πριν από δεκαπέντε περίπου αιώνες και που δείχνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πιστεύουν αρκετοί Έλληνες σήμερα. Έλεγε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος «Ου γαρ ανάγκη εστί τούς παίδας μονάζοντας γενέσθαι. Χριστιανούς αυτούς χρη γενέσθαι». Θα πουν τα λόγια αυτά «Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε τούς νέους μοναχούς η ασκητές, αντικοινωνικούς η απόκοσμους. Είναι όμως ανάγκη να τούς κάνουμε καλούς και συνειδητούς χριστιανούς και για το δικό τους καλό, αλλά και για την ευτυχία των ίδιων των νέων». Δεν πιστεύω να υπάρχουν πιο ρεαλιστικά λόγια από αυτά, που ειπώθηκαν μάλιστα δια στόματος ενός σημαντικότατου εκκλησιαστικού ανδρός.

Δεν είναι «καταπιεστικός» ο Χριστός, όπως νομίζουν πολλοί γονείς και γενικά αρκετοί άνθρωποι. Απλώς τιθασεύει και ομολογεί σωστά τη δραστηριότητα των νέων, για να γίνουν αυτοί περισσότερο δημιουργικοί και ολοκληρωμένοι. Είχα διαβάσει κάπου «Το άλογο δεν πάει μπροστά, αν δεν το ζέψεις. Ο ατμός δεν κινεί τη μηχανή, αν δεν τον περιορίσεις. Κανένας καταρράκτης δε γίνεται φως και κινητήρια δύναμη, παρά όταν τον βάλεις σε κανάλι και η ζωη ποτέ δεν γίνεται μεγάλη, αν δεν την προσανατολίσει κανείς, αν δεν την συγκεντρώσει και δεν πειθαρχήσει κανείς σε μια ορισμένη ιδέα».

 

Γράφει: Αντώνιος Κουριάς

Πηγή: ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

 

Η Παναγία μας υψώνει [π. Δημητρίου Μπόκου]

«Χαίρε ανόρθωσις των ανθρώπων» 1674… Στη μακρινή Ρωσία, οι βαρβαρικές ορδές των Μογγόλων λυμαίνονται τα πάντα. Λεηλατούν και τα μοναστήρια. Έχουν συλλάβει μοναχούς και τους κακομεταχειρίζονται. Τους βάζουν να δουλεύουν απ’ το πρωί ως το βράδυ σκληρά στα λατομεία, όπου κάτω απ’ το μαστίγιο σπάζουν και κουβαλούν πέτρα. Έχουν περάσει στα χέρια τους σιδερένιες αλυσίδες. Οι μοναχοί όμως και μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες της σκλα-βιάς δεν χάνουν το θάρρος τους. Δεν απελπίζονται. Παρά την κο-πιώδη εργασία, δεν σταματούν την προσευχή τους. Υψώνουν το βλέμμα στον ουρανό για να παρακαλέσουν τον ουράνιο πατέρα τους, να ικετεύσουν τη Βασίλισσα των ουρανών να έλθει βοηθός στη θλίψη τους. Σε μια τέτοια στιγμή ένας μοναχός υψώνει την κραυγή της ψυχής του προς την Παναγία: - Θέλω να σε βρω, Παναγία μου, πάλι! Θέλω να ’ρθώ στο Πο-τσάεβ (μοναστήρι της Παναγίας) να σε προσκυνήσω! Θέλω να ’ρθώ στη Χάρη σου! Και η Γοργοεπήκοος Παναγία ακούει τον αγαπημένο υιό της που τη φωνάζει μυστικά. Και τί κάνει; Στέλνει Άγγελο Κυρίου. Και ενώ ο μοναχός, μετά από μια κουραστική μέρα, κάθεται λίγο να ξεκουραστεί, νοιώθει ξαφνικά κάποιον να τον σηκώνει ψηλά. Να τον μεταφέρει μακριά στον αέρα. Να τον φέρνει απέναντι από την Παναγία, στο μοναστήρι του Ποτσάεβ και εκεί να τον αφήνει κάτω. Ο μοναχός νοιώθει σαν να ξυπνάει. Και βλέπει πως έχει πετάξει πραγματικά μέσα απ’ τα σύννεφα, απ’ τα ουράνια, ότι είναι ελεύθερος πλέον. Και ότι βαδίζει προς το μοναστήρι της Παναγίας. - Παναγία μου! φωνάζει γεμάτος χαρά και τρέχει να την προ-σκυνήσει. Και το θαύμα αυτό, μαζί με πολλά άλλα θαύματα της Παναγίας, είναι αγιογραφημένο μέσα στον πανέμορφο ναό της στο Ποτσάεβ. Εκεί, σε μια γωνιά της εικόνας, είναι αποτυπωμένο και μέρος από την αλυσίδα που έδενε πρώτα τα χέρια του μοναχού, αλλά η Χάρη της την έκαμε κομμάτια. Η Παναγία όμως δεν σήκωσε ψηλά τον μοναχό αυτόν μονάχα. Ελευθερώνει από τα δεσμά της σκλαβιάς και ανορθώνει τον καθένα μας. Και όχι απλώς από τις αλυσίδες που μπορεί καμμιά φορά να δέ-νουν τα χέρια μας. Αλλά απ’ τις πολύ χειρότερες αλυσίδες που κρα-τούν πάντοτε δέσμια την ψυχή μας. Τις αλυσίδες των παθών. Ελεύθερη η Παναγία μας από κάθε πάθος, πραγματικά άσπιλη, αμόλυντη, άφθορη, άχραντη, αγνή, έχει τη δύναμη να λυτρώνει και εμάς από όλα τα πάθη που μας κρατάνε δεμένους στο χώμα. Να μας ανυψώνει από την κακία. Να είναι η πραγματική ανόρθωσή μας από τη δουλεία της αμαρτίας. Αλλά δοκιμαζόμαστε τυχόν και από καταστάσεις που περιορίζουν τη φυσική μας ελευθερία, σαν τους παλιούς εκείνους μοναχούς της Ρωσίας; Μας δένουν και πραγματικές αλυσίδες; Μέτρα που μας αφαιρούν τη δυνατότητα να τρέχουμε στους ναούς μας και να προ-σφέρουμε ελεύθερα την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία μας στον Θεό; Και σ’ αυτή την περίπτωση, αν υπάρχει πραγματική λαχτάρα μέσα μας και φλόγα ψυχής, η Παναγία δεν δυσκολεύεται καθόλου να έλθει κοντά μας. Η Χάρη της δεν εμποδίζεται από κανένα φυσικό εμπόδιο να πλημμυρίσει την καρδιά μας. Από εμάς και μόνο εξαρ-τάται το πόσο κοντά μας θα βρίσκεται. Η Μεγαλόχαρη Μάνα μας μπορεί να μας ανορθώσει από κάθε δυσκολία, από κάθε δοκιμασία, από κάθε θλίψη της επίγειας ζωής μας. Ας την ευχαριστούμε λοιπόν γι’ αυτό ακατάπαυστα, υμνώντας την κι εμείς με τα υπέροχα λόγια του μελωδού: «Χαίρε ανόρθωσις των ανθρώπων»! Παρασκευή Ακαθίστου ____________________________________________________________________________ «Α ν τ ι ύ λ η» - Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα Tηλ. 26820-23075 / 25861 / 6980 898 504. E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. a

Οι Χαιρετισμοί της Υπεραγίας Θεοτόκου

Αγιορείτικη παράδοση θέλει την Παναγία να χαίρεται και ιδιαίτερα να μας προστατεύει όταν της ψάλλουμε καθημερινά τους «Χαιρετισμούς» της. Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκε το χαίρε΄ (3) και συν τη ασωμάτω φωνή, σωματούμενον σε θεωρών Κύριε, εξίστατο και ίστατο, κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα΄

 

Χαίρε, δι’ ής η χαρά εκλάμψει΄ 

χαίρε, δι’ ης η αρά εκλείψει.

Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις΄ 

χαίρε των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.

Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς΄ 

χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και Αγγέλων οφθαλμοίς.

Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα΄ 

χαίρε ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα.

Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον΄ 

χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.

Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις΄ 

χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως. Το παράδοξον σου της φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται. Ασπόρου γαρ συλλήψεως, την κύησιν πως λέγεις κράζων΄

 

Αλληλούια.

 

Γνώσιν άγνωστον γνώναι, η Παρθένος ζητούσα, εβόησε προς τον λειτουργούντα. Εκ λαγόνων αγνών, Υιόν πως εστί τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι. προς ην εκείνος έφησεν εν φόβω, πλήν κραυγάζων ούτω.

 

Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις΄ 

χαίρε, σιγής δεομένων πίστις.

Χαίρε, των αθυμάτων Χριστού το προοίμιον΄ 

χαίρε, των δογμάτων αυτού το καφάλαιον.

Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε δι’ ής κατέβη ο Θεός΄ 

χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν.

Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα΄ 

χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα.

Χαίρε, το φως αρρήτως γεννήσασα΄ 

χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα.

Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν΄ 

χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Δύναμις του Υψίστου, επεσκίασε τότε, προς σύλληψιν τη απειρογάμω. Και την εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι, τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρία, εν τω ψάλλειν ούτως΄

 

Αλληλούια.

 

’Εχουσα θεοδόχον, η Παρθένος την μήτραν, ανάδραμε προς την Ελισάβετ, το δε βρέφος εκείνης ευθύς, επιγνόν τον ταύτης ασπασμόν, έχαιρε και άλμασιν, εβόα προς την Θεοτόκον΄

 

Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα΄ 

χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα.

Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον΄ 

χαίρε φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα.

Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών΄ 

χαίρε, τράπεζα βαστάνουσα ευθηνίαν ιλασμών.

Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις΄

χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις.

Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα΄ 

χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα.

Χαίρε, Θεού προς θνητούς ευδοκία΄

χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, προς την άγαμόν σε θεωρών, και κλεψίγαμον υπονοών άμεμπτε. Μαθών δε σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου έφη΄

 

Αλληλούϊα

 

’Ηκουσαν οι ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων, την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν. Και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον.

 

Χαίρε, Αμνού και Ποιμένος μήτηρ΄ 

χαίρε, αυλή λογικών προβάτων.

Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον΄ 

χαίρε, παραδείσου θυρών ανοικτήριον.

Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γή΄

χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς.

Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα΄ 

χαίρε, των Αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος.

Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα΄

χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα.

Χαίρε, δι’ ής εγυμνώθη ο άδης΄

χαίρε, δι’ ής ενεδύθημεν δόξαν.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Θεοδρόμον αστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη΄και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν άνακτα΄ και φθάσαντες τον άφθαστον, εχάρησαν αυτώ βοώντες΄

 

Αλληλούια.

 

’Ιδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους΄ και δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι, και βοήσαι τη ευλογημένη΄

 

Χαίρε, αστέρος αδύτου μήτηρ΄ 

χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.

Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα΄ 

χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα. 

Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβάλουσα της αρχής΄ 

χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.

Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας΄ 

χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων.

Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα΄ 

χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.

Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης΄ 

χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα, εκτελέσαντές σου τον χρησμόν, και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν, αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη, μη ειδότα ψάλλειν΄

 

Αλληλούια.

 

Λάμψας εν τη Αιγύπτω, φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος. Τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν, οι τούτων δε ρυσθέντες, εβόων προς την Θεοτόκον.

 

Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων΄ 

χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων.

Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα΄ 

χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα.

Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν΄

χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν.

Χαίρε, πύρινε στύλε οδηγών τους εν σκότει΄ 

χαίρε, σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.

Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε΄

χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.

Χαίρε, η γη της επαγγελίας΄ 

χαίρε, εξ ής ρέει μέλι και γάλα.

 

 Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος, επεδόθης ως βρέφος αυτω, αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος. Διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν κράζων΄

 

Αλληλούϊα.

 

 Νέαν έδειξε κτίσιν, εμφανίσας ο Κτίστης, ημίν τοις υπ’ αυτού γενομένοις΄εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός, και φυλάξας ταύτην ώσπερ ήν άφθορον, ίνα το θαύμα βλέπομεν, υμνήσωμεν αυτήν βοώντες

 

Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας΄ 

χαίρε, το στέφος της εγκρατείας.

Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα΄ 

χαίρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα.

Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ού τρέφονται πιστοί΄ 

χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ, ού σκέπτονται πολλοί.

Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις΄ 

χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις.

Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις΄ 

χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις.

Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας΄ 

χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικούσα.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

 Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες΄ δια τούτο γαρ ο υψηλός Θεός, επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος, βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος, τους αυτώ βοώντας΄

 

Αλληλούϊα

 

’Ολον ήν εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως, απήν ο απερίγραπτος Λόγος΄συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε, και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου, ακουούσης ταύτα΄

 

Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα΄ 

χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα.

Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα΄

χαίρε των πιστών αναμφίβολον καύχημα.

Χαίρε, όχημα πανάγιον του επί των Χερουβείμ΄ 

χαίρε, οίκημα πανάριστον του επί των Σεραφείμ.

Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα΄ 

χαίρε, δι’ ης ηνοίχθη Παράδεισος.

Χαίρε, η κλείς της Χριστού βασιλείας΄ 

χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Πάσα φύσιν Αγγέλων, κατεπλάγη το μέγα, της σης ενανθρωπήσεως έργον΄ τον απρόσιτον γαρ ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον, ημίν μεν συνδιάγοντα, ακούοντα δε παρά πάντων ούτως΄

 

Αλληλούϊα.

 

Ρήτορας πολυφθόγγους, ως ιχθύας αφώνους, ορώμεν επί σοι Θεοτόκε΄ απορούσι γαρ λέγειν το πως, και παρθένος μένεις και τεκείν ίσχυσας΄ ημείς δε το μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν΄

 

Χαίρε, σοφίας Θεού δοχείον΄

χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον.

Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα΄ 

χαίρε τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα.

Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί΄ 

χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί.

Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα΄ 

χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα.

Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα΄

χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα.

Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι΄ 

χαίρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε΄ και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος΄ ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει΄

 

Αλληλούϊα.

 

Τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, και πάντων των εις σε προστρεχόντων΄ ο γαρ του ουρανού και της γης, κατεσκεύασέ σε ποιητής ’Αχραντε, οικήσας εν τη μήτρα σου, και πάντας σοι προσφωνείν διδάξας΄

 

Χαίρε, η στήλη της παρθενίας΄ 

χαίρε, η πύλη της σωτηρίας.

Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως΄ 

χαίρε, χορηγέ θεϊκής αγαθότητος.

Χαίρε, συ γαρ ανεγέννησας τους συλληφθέντας αισχρώς΄ 

χαίρε, συ γαρ ενουθέτησας τους συληθέντας τον νουν.

Χαίρε, η τον φθορέα των φρενών καταργούσα΄ 

χαίρε, η τον σπορέα της αγνοίας τεκούσα.

Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως΄ 

χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα.

Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων΄ 

χαίρε ψυχών νυμφοστόλε αγίων.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

 ’Υμνος άπας ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών οικτοιρμών σου, ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς, αν προσφέρωμέν σοι Βασιλεύ άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοις σοι βοώσιν΄

 

Αλληλούϊα.

 

Φωτοδόχον λαμπάδα, τοις εν σκότει φανείσαν, ορώμεν την αγίαν Παρθένον΄ υο γαρ άϋλον άπτουσα φώς, οδηγεί προς γνώσιν θεϊκήν άπαντας, αυγή τον νουν φωτίζουσα, κραυγή δε τιμωμένη ταύτα΄

 

Χαίρε, ακτίς νοητού ηλίου΄ 

χαίρε, βολίς του αδύτου φέγγους.

Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα΄ 

χαίρε,, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα.

Χαίρε, ότι τον πολύφωτον αναβλύζεις φωτισμόν΄

χαίρε, ότι τον πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν. 

Χαίρε, της κολυμβήθρας ζωγραφούσα τον τύπον΄ 

χαίρε, της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον.

Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν’ 

χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν.

Χαίρε, οσμή της Χριστού ευωδίας΄ 

χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Χάριν δούναι θελήσας, οφλημάτων αρχαίων, ο πάντων, χρεωλύτης ανθρώπων, επεδήμησε δι’ εαυτού, προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος΄ και σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως΄

 

Αλληλούϊα.

 

Ψάλλοντες σου τον τόκον, ανυμνούμεν σε πάντες, ως έμψυχον ναόν Θεοτόκε΄ εν τη ση γαρ οικήσας γαστρί, ο συνεχών πάντα τη χειρί Κύριος, ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι πάντας΄

 

Χαίρε, σκηνή του Θεού και Λόγου΄ 

χαίρε, αγία αγίων μείζων.

Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι΄ 

χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε.

Χαίρε, τίμιον διάδημα βασιλέων ευσεβών΄

χαίρε, καύχημε σεβάσμιον ιερέων ευλαβών.

Χαίρε, της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος΄

χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος.

Χαίρε, δι’ ής εγείρονται τρόπαια΄ 

χαίρε, δι’ ής εχθροί καταπίπτουσι.

Χαίρε, χρωτός του εμού θεραπεία΄ 

χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία.

 

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

Ω πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον (εκ γ΄) δεξαμένη την νυν προσφορών, από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας΄ και της μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως, τους συμβοώντας.

 

Αλληλούϊα.

 

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.

Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια

Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια

Αναγράφω σοι η πόλις σου Θεοτόκε.

Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον

Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον

Ίνα κράζω σοι. χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

 

2/2 ῾Η ὑπαπαντή: τύπος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς

 

῾Η ἑορτή τῆς ῾Υπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὑπαντᾶται, δηλαδή συναντᾶται ὁ Κύριος ὡς τεσσαρακονθήμερο βρέφος μέ τόν δίκαιο γέροντα Συμεών στόν Ναό τῶν ῾Ιεροσολύμων κατά παρακίνηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ τύπος ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Διότι σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς συναντήσεως αὐτῆς διαβλέπουμε τά στοιχεῖα τῆς συναντήσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τόν κάθε ἄνθρωπο.

Τρεῖς φάσεις μποροῦμε νά διακρίνουμε στό γεγονός: τήν πρώτη, πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα παρακινεῖ τόν γέροντα Συμεών νά ἔρθει στόν Ναό. Τή δεύτερη, πού συναντᾶται ὁ γέροντας μέ τόν Χριστό καί Τόν παίρνει στά δικά του χέρια, γιά νά ξεσπάσει στόν εὐχαριστήριο ὕμνο ῾Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν Σου, Δέσποτα...᾽ - κάτι πού ἀδιάκοπα ἔκτοτε ἐπαναλαμβάνουμε στό τέλος τῆς ἑσπερινῆς ἀκολουθίας. Καί τήν τρίτη, πού σχετίζεται ἀκριβῶς μέ τό περιεχόμενο τοῦ ὕμνου αὐτοῦ: ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό ὁδηγεῖ τόν Συμεών σέ ἀποκάλυψη τῆς ἁγίας συνειδήσεώς του, κύριο γνώρισμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσδοκία μέ λαχτάρα καί τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου λόγω τελείας αγάπης του πρός τόν Θεό.

Στήν πρώτη φάση πράγματι μποροῦμε νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας: κανείς δέν ἔρχεται στό ῾῾Ιερόν᾽, στήν ᾽Εκκλησία μετά τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου, χωρίς τήν παρακίνηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῾Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, λέει ὁ Χριστός, ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. ᾽Από τόν Θεό κινούμενοι προχωροῦμε πρός τόν Θεό. ῾᾽Εν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς᾽. Κι αὐτό σημαίνει πώς ἡ ἔνταξή μας στήν ᾽Εκκλησία συνιστᾶ πάντοτε ἕνα ἁγιοπνευματικό γεγονός, ὄχι μόνο μέ τή διαδικασία τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος, ἀλλά καί μέ τήν προετοιμασία μας γι᾽ αὐτά.

Στήν ᾽Εκκλησία ὄντας ἐν Πνεύματι, σάν τόν Συμεών, προσδοκοῦμε τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ. Καί πρέπει νά ἔχουμε τά μάτια μας ἀνοικτά, γιά νά μποροῦμε νά διακρίνουμε τήν παρουσία Του. Καί Τήν διακρίνουμε ἐν πολλοῖς σέ τρία κυρίως ἐπίπεδα: Πρῶτον· στήν ῾κλᾶσιν τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου᾽, δηλαδή στή Θεία Εὐχαριστία κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔρχεται γιά νά γίνει μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του ὄχι ἁπλῶς μέρος τῆς ἀγκαλιᾶς μας, ἀλλά τό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί τῆς ὕπαρξής μας, συνεπῶς νά προσδιορίσει τή ζωή μας καί νά τήν ὁδηγήσει σέ θέωση. Δεύτερον· στό πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου μας. ῾Ο κάθε συνάνθρωπός μας, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ᾽Αποστόλων, δέν εἶναι ἐπιφανειακά ἕνας ἄλλος, ἀλλά ὁ ἀδελφός τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου καί μία δική Του μυστική παρουσία. ῾᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε᾽. ῎Ετσι ἡ κάθε συνάντησή μας μέ τόν ὁποιονδήποτε συνάνθρωπό μας μπορεῖ ν᾽ ἀποκτήσει τή δυναμική τοῦ γεγονότος τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ. Καί τρίτον· στήν προσμονή πιά τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του. ῾Ο πιστός τῆς ᾽Εκκλησίας, ζώντας ἤδη τόν Κύριο ἀπό τώρα: στή Θεία Εὐχαριστία καί στή βίωση τῆς ἀγάπης, περιμένει μέ λαχτάρα τό τέλος τῆς συναντήσεως, τήν ὁλοκλήρωση καί τήν τελειοποίησή της. Κι αὐτό θά γίνει μέ τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου στή Δευτέρα Του Παρουσία. Τό ῾ἔρχου, Κύριε ᾽Ιησοῦ᾽ τῆς ᾽Αποκαλύψεως τοῦ ᾽Ιωάννου εἶναι, ὅπως πολύ σωστά ἔχει εἰπωθεῖ, ἡ κραυγή τοῦ συνειδητοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος νιώθει ὅτι αὐτό πού ζεῖ στή ζωή αὐτή δέν εἶναι τό τέρμα, ἀλλά ἡ πρόγευσή του.

᾽Ακριβῶς γι᾽ αὐτό ὁ θάνατος δέν τόν τρομάζει πιά. Καταργήθηκε ἀπό τόν Χριστό καί καταργεῖται καί στήν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ, ἀφοῦ ὁ πιστός ζεῖ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπό τή συνάντησή του μέ ᾽Εκεῖνον. Τό ῾νῦν ἀπολύεις᾽ λοιπόν γίνεται καί τό αἴτημα τοῦ χριστιανοῦ, ὁπότε καί ἡ τρίτη φάση τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἀπό τόν Συμεών - ἡ ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου – βιώνεται καί πάλι ἀπό αὐτόν.

Στό γεγονός τῆς ὑπαπαντῆς καθρεπτίζουμε τή ζωή μας. ῞Ορος ἀπαραίτητος ὅμως ἡ οἰκειοποίηση ἀπό ἐμᾶς καί τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ δικαίου Συμεών. ῞Οπως ἐκεῖνος γιά νά ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί νά συναντηθεῖ μέ τόν Χριστό ζοῦσε ἁγία καί δικαία ζωή, ἔτσι κι ἐμεῖς: ἔχοντας τό προνόμιο τῆς ἔνταξής μας ἤδη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τό βάπτισμα, ἄν δέν τό ἐνεργοποιοῦμε μέ τή δικαία ζωή μας, δηλαδή μέ τή συνεπή τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, δέν θά μποροῦμε νά βλέπουμε καί νά συναντοῦμε τόν Χριστό ἐκεῖ πού σημειώσαμε: στή Θεία Εὐχαριστία, στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας. Κι αὐτό γιατί ἄρνηση ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ σημαίνει παγίωση μέσα μας τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας καί λατρεία συνεπῶς μόνο τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com

Ο ληστής και οι χαιρετισμοί της Παναγίας

Στην παράδοση της Εκκλησίας μας, μάς αναφέρεται και το εξής θαυμαστό γεγονός για την δύναμη που έχουν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Θα πούμε αυτό το γεγονός, αυτήν την ιστορία. Στα παλιά χρόνια, δηλαδή πριν από το 1800, κάποιος εκεί τότε, - υπήρχαν πολλοί λησταί, όπως είναι γνωστό, που στήνανε καρτέρι στα σταυροδρόμια, και λήστευαν τους περαστικούς,- κάποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους αρχιληστάς είχε βάλει μερικούς συντρόφους, να στήνουν το καρτέρι τους σε ένα σταυροδρόμι που ήτο αναγκαστικό πέρασμα για τους περαστικούς πεζοπόρους, από τη μια πόλη στην άλλη. Και όποιος περνούσε, είτε ήταν μόνος του, είτε ήταν δύο είτε τρείς, τους λήστευαν. Και μετά τους άφηναν να φεύγουν, δεν τους έκαναν κακό. Δεν τους τραυμάτιζαν, δεν τους κακοποιούσαν. Κάποτε πέρασε απ’ αυτό το σταυροδρόμι και ένας άγιος μοναχός. Εκείνος, - τον σταμάτησαν βέβαια και τον λήστεψαν, τι να πάρουν από έναν μοναχό, τέλος πάντων, ό,τι είχε – δεν έφυγε. Παρακάλεσε τους ληστάς να τον οδηγήσουν στο λημέρι του αρχηγού τους, - λέει «τι τον θέλεις;» -Α, λέει, θα σας πώ κάτι πολύ σπουδαίο. Σε λίγο θα περάσει ένας πολύ μεγάλος και πλούσιος έμπορος φορτωμένος διαμάντια, αλλά, θέλω να του πώ, πώς θα είναι ντυμένος, για να τον καταλάβετε, γιατί θάχει μαζί του πολλά τα κουρέλια. Έτσι και έγινε, όχι για να μην του χαλάσουν το χατίρι, αλλά για τις απολαβές που θα είχε. Τον πήγαν λοιπόν.. μόλις συναντήθηκε ο μοναχός με τον αρχιληστή, του λέγει ότι θα καλέσεις όλους τους ανθρώπους εδώ, για να τους πω αυτό το μεγάλο νέο, διότι είναι πολύ σπουδαίο. Πράγματι λοιπόν, εκείνος τους μάζεψε. Α, λέει, κάποιος λείπει. Να μου τον φέρετε κι αυτόν εδώ. Λέει, τι τον θέλεις, αυτός μαγειρεύει τώρα για το μεσημέρι. Όχι, να τον φέρετε. Πάνε λοιπόν, εκείνος δεν ήθελε να ’ρθεί, και τον άρπαξαν με το ζόρι, και τον έφεραν μπροστά στο μοναχό. Μόλις ο μάγειρας αντίκρισε τον μοναχό, δεν ήθελε να τον βλέπει. Αλλά ούτε και ο μοναχός γύρισε να τον δει. Αντιθέτως ο μάγειρας άρχισε να τρέμει, να τρέμει πολύ. Τον ρωτάει λοιπόν ο μοναχός. - Γιατί τρέμεις μάγειρα; - Ε, - αναγκάστηκε εκείνος να ομολογήσει, - ότι ήταν διάβολος που είχε μετασχηματιστεί σε άνθρωπο, για να παρακολουθεί από κοντά αυτόν τον αρχιληστή. Ο αρχιληστής όμως αυτός, είχε μια πολύ καλή συνήθεια. Προσευχόταν στην Παναγία καθημερινά. Και πώς προσευχόταν; - λέει. Διάβαζε κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς. Πρωί και μεσημέρι και βράδυ. Την καλή αυτή συνήθεια την πήρε απ’ τη μάνα του. Την πήρε απ’ το σπίτι του, που του είχε μάθει τους Χαιρετισμούς από μικρό παιδί, και έτσι τους ήξερε από στήθους. Δηλαδή από μνήμης, και τους έλεγε χωρίς να τους διαβάζει. Βέβαια, αργότερα πήρε τον κακό το δρόμο κι έγινε ληστής, παρά ταύτα όμως, τους Χαιρετισμούς δεν τους είχε αφήσει ούτε μια μέρα. Έτσι η Παναγία βρισκόταν κοντά του και τον φύλαγε. Και τον φύλαγε επειδή περίμενε μια ευκαιρία η Παναγία για να τον σώσει, να τον φέρει σε μετάνοια, ν’ αλλάξει ζωή, να σωθεί. Ο μάγειρας διάβολος, είχε σταλεί πάλι απ’ τον αρχισατανά για να τον σκοτώσει και να πάρει την ψυχή του στην Κόλαση. Δεν μπορούσε όμως γιατί τον εμπόδιζαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Περίμενε λοιπόν μια ευκαιρία. Ποια; Το πότε θα ξεχνούσε έστω και μία φορά, έστω και μια μέρα, να απαγγείλει ο αρχιληστής τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Τότε θα ήταν αφύλακτος από την προστασία Της, θα προκαλούσε για τη μοιρασιά, ανάμεσα στους ληστάς και τους συντρόφους του κάποια φασαρία, εκείνοι με την προτροπή βέβαια του διαβόλου μάγειρα, θα τον σκότωναν και έτσι θάπαιρνε την ψυχή του στην Κόλαση. Μα η Παναγία τον προστάτευε και τον προστάτευε χάριν των Χαιρετισμών. Μπορεί να ήτο ληστής, αλλά δεν ήταν φονιάς. Παρά ταύτα όμως τους Χαιρετισμούς δεν τους άφησε. Μπορεί η ζωή του να ήτο άσχημη, να ήτο κακή, να ήτο αντιευαγγελική αλλά ο Θεός όμως που δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, και ακούγοντας και τις μεσιτίες και τις παρακλήσεις της Παναγίας Μητρός Του, του έδωσε την ευκαιρία για να σωθεί. Μόλις λοιπόν ο αρχιληστής άκουσε αυτή την ομολογία από τον μάγειρο διάβολο, αμέσως φωτίσθηκε. Κατάλαβε τα τραγικά του λάθη. Τις αμαρτίες του, και κείνη τη στιγμή μετανόησε, και σώθηκε. Η μετάνοιά του συγκλόνισε και τους άλλους ληστάς, τους συντρόφους του, και με τις οδηγίες του αγίου εκείνου μοναχού όλοι τους οδηγήθηκαν στο μεγάλο μυστήριο της ευσπλαχνίας του Θεού, δηλαδή στην Ιερά Εξομολόγηση. Και με την έμπρακτη αποκατάσταση όλων των κλοπιμαίων, όλοι οι λησταί μαζί με τον αρχιληστή εσώθησαν. Τους έσωσαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. π.Στέφανος Αναγνωστόπουλος

Υποκατηγορίες

Σελίδα 1 από 5