HeadShort.png

«Καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν» (Ματθ. Β΄11).[Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

«Καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν» (Ματθ. Β΄11).[Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Δημοσίευση: Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου 2017

Τρία δῶρα ἔφεραν στὸ νεογέννητο Βασιλιά. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν συμβόλισαν τὴν ἁγία καὶ ζωοποιὸ Τριάδα, στὸ ὄνομα τῆς Ὁποίας ἦρθε στὸν κόσμο τὸ παιδὶ Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ τὴν τριπλή διακονία τοῦ Κυρίου:
τὴ βασιλική, τὴν ἱερατικὴ καὶ τὴν προφητική, γιατί
ὁ χρυσὸς συμβολίζει τὴν αὐτοκρατορική,
τὸ λιβάνι τὴν ἱερατικὴ καὶ
ἡ σμύρνα τὴν προφητικὴ ἢ τὴ θυσιαστική.
Τὸ νεογέννητο βρέφος θὰ γινόταν ὁ Βασιλιᾶς τοῦ ἀθάνατου βασιλείου, ὁ ἀναμάρτητος ἱερέας καὶ προφήτης καί, ὅπως οἱ περισσότεροι προφῆτες πρὶν ἀπ’ Αὐτόν, θὰ θανατωνόταν.
Ὅλοι τὸ γνωρίζουν πὼς ὁ χρυσὸς μαρτυρεῖ κάποιον βασιλιὰ καὶ τὴ βασιλεία του. Ὅλοι γνωρίζουν πὼς τὸ λιβάνι μαρτυρεῖ ἱερωσύνη καὶ προσευχή. Κι ἐπίσης ὅλοι γνωρίζουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ πὼς τὸ λιβάνι μαρτυρεῖ τὴ θνητότητα. Ὁ Νικόδημος ἄλειψε τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ μὲ μύρα (Ἰωάν. Ιθ΄ 39-40). Ἄλειφαν τὰ σώματα γιὰ νὰ τὰ διατηρήσουν κάπως περισσότερο ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου.
Ὁ κόσμος φωτίστηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ ἔλαμψε σὰν χρυσός. Καὶ γέμισε ἀπὸ προσευχὲς καὶ θυμιάματα, ὅπως ἕνας ναός. Ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη γέμισε ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς διδασκαλίας Του.
Τὰ τρία δῶρα ὅμως συμβολίζουν ἐπίσης τὴν καρτερία καὶ τὸ ἀμετάβλητο. Ὁ χρυσὸς παραμένει χρυσός, τὸ λιβάνι παραμένει λιβάνι καὶ τὸ μύρο παραμένει μύρο. Κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲ χάνει τὴν ἰδιότητά του ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν. Μετὰ ἀπὸ χίλια χρόνια ὁ χρυσὸς ἐξακολουθεῖ νὰ λάμπει, τὸ λιβάνι νὰ καίει καὶ τὸ μύρο διατηρεῖ τὸ ἄρωμά του. Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν ἄλλα πιὸ ἀντιπροσωπευτικὰ ἀντικείμενα στὴ γῆ ποὺ νὰ συμβολίζουν τόσο πιστὰ τὴν ἐπίγεια ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ ἢ νὰ δείχνουν πιὸ καθαρὰ καὶ ἐκφραστικὰ τὸν αἰώνιο χαρακτήρα τοῦ ἔργου Του στὴ γῆ, καθὼς καὶ ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες ποὺ ἔφερε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸν κόσμο. Ἔφερε τὴν ἀλήθεια, τὴν προσευχή, τὴν ἀθανασία.
Μὲ ποιὸ ἄλλο ἀντικείμενο στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ χρυσό, θὰ μποροῦσε νὰ συμβολιστεῖ καλύτερα ἡ ἀλήθεια; Ὅ,τι καὶ νὰ κάνεις στὸ χρυσό, αὐτὸς θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ λάμπει.
Μὲ ποιὸ ἄλλο ἀντικείμενο θὰ μποροῦσε νὰ συμβολιστεῖ καλύτερα ἡ προσευχὴ ἂν ὄχι μὲ τὸ λιβάνι; Ὅπως ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸ λιβάνι γεμίζει τὴν ἐκκλησιὰ ὁλόκληρη, ἔτσι γεμίζει κι ἡ προσευχὴ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ καπνὸς ἀνεβαίνει ψηλά, ἔτσι ἀνεβάζει ἡ προσευχὴ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό. «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου», λέει ὁ Ψαλμωδὸς (Ψαλμ. ρμα΄ 2). Εἶναι γεγονὸς πὼς κι ἄλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μὰ κανένας καπνὸς δὲν ἐμπνέει τὴν ψυχὴ γιὰ προσευχή.
Ποιὸ ἄλλο ἐπίγειο ἀντικείμενο θὰ μποροῦσε νὰ συμβολίσει καλύτερα τὴν ἀθανασία ἀπὸ τὸ μύρο; Ἡ θνητότητα ἀποπνέει δυσωδία, ἐνῶ ἡ ἀθανασία ἔχει μία διαρκή εὐωδία.
Οἱ μάγοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ συμβόλισαν ἔτσι ἔστω κι ἀνεπίγνωστα ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ πίστη. Ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα κι ἔφτασαν ὡς τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν ἀθανασία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τῶν πιστῶν Του. Δὲν εἶναι ἁπλοὶ προσκυνητές, μὰ πραγματικοὶ προφῆτες. Προφῆτες τόσο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅσο καὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ μόνοι τους, μὲ τὴ δική τους ἀντίληψη καὶ γνώση, δὲν θὰ τὰ ἤξεραν ὅλα αὐτά. Ἦταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἔστειλε στὴ Βηθλεὲμ καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ παράξενο αὐτὸ ἄστρο νὰ τοὺς ὁδηγεῖ.
«Θεὸς ἐπὶ γῆς, ἄνθρωπος ἐν Οὐρανῶ», Ὁμιλίες Α΄

Πηγή: http://trelogiannis.blogspot.gr/

Το Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου Β΄.

25/12/2017

Τέκνα καί ἀδελφοί μου ἐν Χριστῷ,

Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε·

Σχεδόν ἀπροσδόκητα, τό σκοτάδι, πού θέλει νά ἐπιβληθεῖ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, αἰφνιδιάζεται ἀπό τίς καμπάνες τῶν Χριστουγέννων. Συναγερμός ἤρεμος πού διαπερνᾶ τίς αἰσθήσεις καί ξεσηκώνει νηφάλια τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων προσκαλεῖ στήν ἐπανάσταση τῆς ἐλπίδας. Πρόκληση γιά ἀντίσταση στίς πολύπλευρες μορφές σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος καί τῆς καταδυνάστευσης τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Πορεία χωρίς φῶς.

Καί ἰδού! Μέσα στίς ἀπειλές τῶν πολέμων, τή δυστυχία τῆς φτώχειας καί τῆς προσφυγιᾶς, τίς ἀπειλές τῶν τρομοκρατῶν ἤ τήν ἀπολυταρχία τῶν ἰσχυρῶν του κόσμου, ἕνας ψίθυρος γιορτινός ξεχειλίζει ἀπό τίς ἐκκλησίες. Καί ὀρθώνεται, συνεχῶς τρανούμενος, καθώς οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται στήν χριστουγεννιάτικη λειτουργία σέ παιάνες θριαμβευτικούς, ὅτι: «Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε».

Εἴμαστε καλεσμένοι νά ἀπαντήσουμε, ἀντιστεκόμενοι στήν παρακμή τοῦ πολιτισμοῦ, πού συνεπάγεται τήν ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐναντίωση στόν εὐτελισμό τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ σέ καταναλώσιμο εἶδος. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νά πάψει νά γίνεται θυσία στόν βωμό τοῦ πλούτου καί τῆς ἀλαζονείας.

Εἴμαστε καλεσμένοι νά κάνουμε τή ζωή τοῦ κόσμου φωτεινή, στηριζόμενη στήν ἀγάπη καί τήν ἀλληλοκατανόηση. Αὐτό τό στάδιο προηγεῖται στή διαμόρφωση τῆς πολιτικῆς ἤ ἄλλων μορφῶν παρέμβασης γιά νά γίνει ὁ κόσμος καλύτερος. Νά ξαναεστιαστοῦμε στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τίς πολλαπλές βίαιες ἀπειλές τοῦ σκότους, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν μοναδική ἐπιλογή ἐπιστροφῆς στήν πηγή τοῦ φωτός: «Φῶς ἐκ Φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο».

Πρέπει νά ξαναθυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀναλώσιμο εἶδος, πορευόμενος πρός τό πουθενά, ἀλλά εἶναι «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ», πορευόμενος πρός τό «καθ’ ὁμοίωσίν Του». Δηλαδή αὐτός πού ἀντανακλᾶ γύρω του καί στήν οἰκουμένη τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.

Αἴφνης, τά σήμαντρα, οἱ καμπάνες καί τά κάλαντα, οἱ ὑμνωδίες καί τό ἀγαλλίαμα τῆς γιορτῆς ρίχνει τό φῶς παντοῦ καί κάνει τήν καταστροφικότητα καί τήν ἀπαισιοδοξία, πού κρύβονται στά πάθη καί τήν ἁμαρτία, ὅπου δέν βρίσκουν σκοτάδι νά κρυφτοῦν. «Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (Ματθ. 4, 16).

Ὁ δρόμος πού ἀνοίγεται μπροστά μας εἶναι ὄντως δύσκολος. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες της. Νά εἶναι φορέας αὐτῆς τῆς εἰρηνικῆς ἐπανάστασης πού συντρίβει τό βράχο. Νά ἀπελευθερώνει ἀπό τά σκοτεινά σπήλαια στή λαμπρότητα τῆς φάτνης, ὅπου διαχέεται τό φῶς τῆς σωτηρίας διότι «Ἀστήρ σέ ὑπέδειξεν, ἐν Σπηλαίῳ χωρούμενον τόν ἀχώρητον».

Ὅσο ἐπίπονο, μαρτυρικό, διωγμένο καί περιφρονημένο εἶναι αὐτό πού καλούμαστε νά πράξουμε ὁ καθένας ἀπό τήν θέση του καί ὅλοι μαζί ὡς πιστοί τῆς τρισηλίου Θεότητος, εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ Χριστός γεννᾶται ὡς βρέφος στίς καρδιές μας.

Πρέπει νά ἐπιτρέψουμε νά μεγαλώσει ὁ Χριστός μέσα μας. Νά εἶναι Αὐτός τό πρότυπο τῆς ὀμορφιᾶς καί τῆς μεγαλωσύνης τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι Χριστόμορφες καί φωταγωγοῦσες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ θά δημιουργήσουν ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς τοῦ κόσμου.

Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἔργο τήν ἐξάσκηση ἐπιμέρους πολιτικῆς ἀλλά καλεῖται νά διαμορφώσει πολίτες μέ ἦθος. Καί ἐκεῖνοι, μετά, ξέρουν τί πρέπει νά κάνουν. Δέν εἶναι φορέας τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης ἄποψης πού διαιρεῖ καί βασιλεύει, δίνοντας στό σκότος τή δύναμη. Καθῆκον εἶναι προφητικά νά ὁδηγεῖ ὡς ἀστέρας στή πηγή τοῦ φωτός. Γιατί: «Ἡ γέννησίς Σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως. Ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο. Σέ προσκυνεῖν τόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης καί σέ γιγνώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν».

Οἱ χριστουγεννιάτικες καμπάνες σημαίνουν τήν πάντοτε καί ἐντελῶς ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ φωτός ἀπέναντι στό σκοτάδι. Καί ἐπιβάλλονται στόν τρόμο, νά ὑποχωρήσει μπροστά στήν ταπεινή ἀγάπη πού γεννιέται στή φάτνη, διότι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α’ Ἰωάν. 4, 19).

Ἄν σήμερα τά Χριστούγεννα τά γιορτάζουμε μέσα σέ διαταραγμένους καιρούς εἶναι πρῶτα ἀπό ὅλα ἕνα κάλεσμα στήν ἀναγέννηση ἑνός ἑκάστου καί ὅλων μαζί.

Ἀδελφοί μου, Χριστός γεννᾶται!

Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε!

Εἶναι καιρός νά σκεφτοῦμε πάλι τί εἴχαμε, τί χάσαμε καί τί μᾶς πρέπει. Τό μέλλον ἀπαιτεῖ ἀπό τούς πιστούς, ἀπό τήν Ἐκκλησία, ξανά, τήν προσφορά ἑνός ὁράματος. Μιᾶς κατεύθυνσης ζωῆς ἐλπιδοφόρας καί φωτισμένης.

Ἄς τόν ὑποδεχτοῦμε λοιπόν στή ζωή μας ἐπιτρέποντας νά γεννηθεῖ στίς φάτνες τῶν καρδιῶν μας.

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ

Χριστός γεννάται [Π.Β.Πάσχου]

 

Κάθε χρόνο, που ακούω στην Εκκλησία, να ψάλλεται το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…», θαρρώ πως αγαπώ περισσότερο την υμνογραφία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Όλες οι εκκλησιαστικές λειτουργικές τέχνες, ως αναγωγικές, μεταρσιώνουν τον άνθρωπο με μια ιεροπρεπή μυστικότητα.
Όμως η τέχνη της υμνογραφίας, συνάμα με την κατανυκτική βυζαντινή μουσική της Ορθοδοξίας, θαρρώ πως έχουν το χάρισμα να σου οδηγούν την ψυχή ως τις πόρτες του Παράδεισου. Η κάθε μια λέξη από τ’ αγιασμένα τροπάρια της Εκκλησίας μας κρύβει ένα μυστικό βάθος, ένα πλούτο πνευματικής πείρας , που διδάσκει με τον αμεσότερο τρόπο.
Ένα πρόχειρο παράδειγμα , από την πρώτη φάση του πρώτου κανόνος των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται»! Αυτός ο ενεστώς χρόνος του «γεννάται», κι όχι «εγεννήθη». Είναι ένα πολύ συνηθισμένο βέβαια, στους ρήτορες, όπως λέγει ένας παλαιός ερμηνευτής, να «προσφέρουν τα περασμένα πράγματα εις χρόνον ενεστώτα, για να δείξουν αυτά ως παρόντα εις τα ομμάτια των ακροατών και ακολούθως να κάμουν αυτούς περισσότερον θεατάς, παρά ακροατάς». Όμως για τον καθένα χριστιανό που το ακούει, το διαβάζει ή το ψάλλει, εκείνο το «γεννάται» δηλώνει μέσα του: Τώρα, αυτή τη στιγμή «γεννάται» ο Χριστός, ετοίμασε το σπήλαιό σου-λέγει στον καθένα μας, διώξε από μέσα σου κάθε αμαρτωλή σου πράξη ή σκέψη και τρέξε να Τον προϋπαντήσεις. Υψώσου από τη γη κι από τα γήινα , για να δώσεις την αγάπη σου όλη σ’ Εκείνον, που κατεβαίνει τώρα στη γη για σένα. Αν δεν έχεις τίποτ’ άλλο να του προσφέρεις για δώρο, όπως οι Μάγοι κι οι ποιμένες, βγάλε από πάνω σου τιε αμαρτίες και πρόσφερέ τις-θ’ αδειάσει έτσι ο τόπος «εν τω καταλύματί» σου, για να φιλοξενήσεις τον Ερχόμενον ως νήπιον. Μην αργείς και μην αναβάλλεις, τώρα «Χριστός γεννάται», τώρα υποδέξου Τον στη φάτνη της ψυχής σου…

Έρως Ορθοδοξίας,
Εκδόσεις Ακρίτας

Από το βιβλίο: «Ημεροδρόμιο Χριστουγέννων»
Εκδόσεις Ακρίτας

Χριστός Γεννάται: Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Χριστός γεννάται, δοξάσατε...» Η ορθόδοξη υμνολογία των Χριστουγέννων αναγγέλλει θριαμβευτικά, αλλά και τοποθετεί θεολογικά, το μέγα μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως.

Αφ’ ότου οι προπάτορές μας, ο Αδάμ και η Εύα, παρήκουσαν την εντολή του Θεού και εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο, «η αμαρτία ηγέρθη ως μεσότοιχον έχθρας μεταξύ Θεού και ανθρώπου», όπως γράφει στην Ιερά Κατήχησί του ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, με αποτέλεσμα την ολέθρια αποδέσμευσι του ανθρώπου από τον φιλάνθρωπο Θεό και την αναπόφευκτη υποταγή του στον μισόκαλο διάβολο, στην αμαρτία και τον θάνατο. Έτσι, «προ της Χριστού παρουσίας - λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος - εβασιλεύετο ημών η φύσις υπό του διαβόλου, υπό της αμαρτίας, υπό του θανάτου... Και ο μεν διάβολος ηπάτα, η δε αμαρτία έσφαζεν, ο δε θάνατος έθαπτεν».

Για τη λύτρωσι του ανθρώπου από την τυραννία της ψυχοκτόνου αυτής τριάδος (διάβολος, αμαρτία, θάνατος), δεν απέμενε άλλη ελπίδα από την άφατη θεία φιλανθρωπία.

Έτσι «ο πανάγιος του Πατρός Υιός, εικών ων του Πατρός, παρεγένετο επί τους ημετέρους τόπους, ίνα τον κατ’ αυτόν πεποιημένον άνθρωπον ανακαίνιση» (Μ. Αθανάσιος).

Γι’ αυτό λοιπόν χαίρει η οικουμένη. γι’ αυτό πανηγυρίζει η Εκκλησία. γι’ αυτό του Χρυσορρήμονος η γλώσσα αποκαλεί την εορτή των Χριστουγέννων «μητρόπολιν πασών των εορτών». γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι σκιρτούμε τώρα με ελπίδα: «ότι Θεός εν σαρκί εφάνη, σωτήρ των ψυχών ημών».

Η ομιλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Εις το γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», της οποίας το μεγαλύτερο μέρος ακολουθεί σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοσι, εκφωνήθηκε στην Αντιόχεια, κάποια Χριστούγεννα της προτελευταίας δεκαετίας του 4ου αι.

Θέμα της είναι το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού και η ερμηνεία του μεγαλειώδους σχεδίου της θείας οικονομίας. Συγκρίνοντας ο άγιος πατήρ τα γεγονότα Παλαιάς Διαθήκης και Καινής, διαπιστώνει την προαγγελία της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, την οποία, αν και γνώριζαν οι Ιουδαίοι, δεν αποδέχθηκαν. Έτσι, τόσο αυτοί όσο, κατ’ επέκτασι, και όλοι οι ανά τους αιώνες άπιστοι και αμφισβητίες ελέγχονται για την αγνωμοσύνη τους προς τον ευεργέτη μας Κύριο.

Ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου με το ενθουσιώδες πανηγυρικό ύφος, τη συστηματική αγιογραφική κατοχύρωσι, τον πλούτο των επιχειρημάτων και τη θεολογική σαφήνεια, τέρπει, πείθει, ενθουσιάζει, συναρπάζει...

Με συνοδοιπόρο λοιπόν τον ιερό πατέρα και τα χρυσά του λόγια, ας πορευθούμε μέχρι το «θεοδέγμον σπήλαιον», κι ας προσκυνήσουμε τον «σπαργάνοις ειλημένον» για τη σωτηρία μας Θεάνθρωπο Κύριο.

Χριστός γεννάται

Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρύζω. Φωνές ποιμένων φθάνουν μέχρι τ’ αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιο τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα χερουβείμ και δοξολογούν τα σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι βλέποντας τον Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.

Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: αντί για αστέρια δέχθηκε τους αγγέλους. αντί για ήλιο, δέχθηκε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Μη ζητάς να μάθης πώς. «Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».

Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη και έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί του γι’ αυτό τον σκοπό.
Σήμερα γεννιέται αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος. Γίνεται άνθρωπος, και πάλι Θεός μένει.

Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννησί του: Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία. κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν άλλα αντί άλλων. Ο Ηρώδης πάλι ζητούσε να βρη το νεογέννητο βρέφος όχι για να το τιμήση, μα για να το σκοτώση.

Ε, λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας τον βασιλιά τ’ ουρανού να βρίσκεται στη γη, μ’ ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.

Και ήρθαν οι βασιλείς να προσκυνήσουν τον επουράνιο βασιλιά της δόξης.
Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων.
Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν εκείνον που μετέβαλε τις λύπες της γυναίκας σε χαρά.
Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν εκείνον που δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από μητέρα παρθένο.
Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε νήπιο, για να συνθέση δοξολογικό ύμνο «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων».
Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν εκείνον που η μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.
Ήρθαν οι άνδρες να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε άνθρωπος για ν’ απαλλάξη τους ανθρώπους από τα δεινά τους.
Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό ποιμένα, που θυσίασε τη ζωή του για χάρι των προβάτων.
Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε αρχιερεύς «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».
Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν εκείνον που πήρε δούλου μορφή, για να μετατρέψη τη δουλεία μας σ’ ελευθερία.
Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν εκείνον που τους μετέβαλε σε «αλιείς ανθρώπων».
Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν εκείνον που από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.
Κοντολογής, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους ώμους του την αμαρτία του κόσμου:
Οι μάγοι για να τον προσκυνήσουν.
οι ποιμένες για να τον δοξολογήσουν.
οι τελώνες για να τον κηρύξουν.
οι πόρνες για να του προσφέρουν μύρα.
η Σαμαρείτις για να ξεδιψάση.
η Χαναναία για να ευεργετηθή.

Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Χωρίς κιθάρα, χωρίς αυλό, χωρίς λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι’ αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό τα 'χω μαζί μου: για να πάρω από τη δύναμί τους δύναμι, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους «δόξα εν υψίστοις Θεώ», και με τους ποιμένες «και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 14).

Και ξέρετε γιατί; Γιατί εκείνος που προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένο υπερφυσικά. Το πώς, το γνωρίζει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: ότι αληθινή είναι και η ουράνια γέννησίς του, αδιάψευστη είναι και η επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένο. Στον ουρανό είναι ο μόνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, Υιός του μονογενής. Και στη γη είναι ο μόνος που γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο. Υιός της μονογενής. Όπως στην περίπτωσιν της ουράνιας γεννήσεώς του είναι ασέβεια να σκεφθούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωσι της επίγειας γεννήσεώς του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ο Θεός τον εγέννησε με τρόπο θεϊκό. Η Παρθένος τον εγέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε η ουράνια γέννησίς του μπορεί να εξηγηθή, ούτε η ενανθρώπησίς του μπορεί να ερευνηθή. Το ότι τον εγέννησε η Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι τον εγέννησε ο Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννησί του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ’ ό,τι αφορά τον Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξι των πραγμάτων, αλλά να πιστεύη στη δύναμι εκείνου που κατευθύνει τα πάντα.

Τί φυσικώτερο απ’ το να γεννήση μια παντρεμένη γυναίκα; Αλλά και τί πιο παράδοξο απ’ το να γέννηση παιδί μια παρθένος, χωρίς άνδρα, και πάλι παρθένος να μείνη;

Γι’ αυτό λοιπόν, μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, να το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλ’ επειδή είναι ανερμήνευτο.

Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.
«Τί είπω ή τί λαλήσω;»

Βλέπω εκείνη που γέννησε. Βλέπω κι εκείνον που γεννήθηκε. Αλλά τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ο Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: η φυσική τάξις παραμερίσθηκε, και ενήργησε η θεία θέλησις.
Πόσο ανέκφραστη είναι η ευσπλαχνία του Θεού!

Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ο άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιο λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ’ ό,τι βλέπουμε παρά σ’ ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στα αόρατα απιστούμε. Έτσι, δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.

Δέχθηκε λοιπόν ο Θεός να παρουσιαστή μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύση μ’ αυτό τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξί του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξη με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία του, να μας οδηγήση εύκολα στην αληθινή πίστι, στα αόρατα και υπερφυσικά.

Κατάπληξι με γεμίζει το θαύμα!

Παιδί βλέπω τον παλαιό των ημερών!

Σε φάτνη αναπαύεται, αυτός που έχει θρόνο τον ουρανό!

Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!

Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!

Όμως... αυτό είναι το θέλημά του: την ατιμία να μεταβάλη σε τιμή. με δόξα να ντύση την ευτέλεια. και την προσβολή σε αρετή να μεταπλάση.

Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα του. Μου χαρίζει τον θησαυρό της αιώνιας ζωής παίρνοντας αλλά και δίνοντάς μου: παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάση. μου δίνει το Πνεύμα του για να με σώση.

«Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει» (Ησ. 7, 14).
Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή βρήκε τα κείμενα που ήτανε γραμμέ¬νο. η Εκκλησία ανεκάλυψε τον θησαυρό που ήταν μέσα τους κρυμμένος.
Η συναγωγή έβαψε το νήμα. η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Η Ιουδαία τον εγέννησε. η οικουμένη τον υποδέχθηκε.

Η συναγωγή τον εθήλασε και τον έθρεψε. η Εκκλησία τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα. εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Η συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια. οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία τον σπόρο. οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.

Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμη τη φωλιά.

Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.

«Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει».
Πες μου Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιον εγέννησε;
Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί: εξ αιτίας της επιβουλής σου. Στον Ηρώδη, μίλησες για να τον εξολόθρευση. σε μένα όμως δεν μιλάς για να μην τον προσκυνήσω.

Ποιον λοιπόν εγέννησε; Ποιον;
Τον δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, η φύσις το βροντοφωνάζει. Τον εγέννησε λοιπόν με τον τρόπο που ο ίδιος θέλησε να γεννηθή. Στη φύσι δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, σαν κύριος της φύσεως, επενόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος που έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος που έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, εκείνος που από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένο κόρη που νίκησε τη φύσι, ξεπερνώντας τον νόμο του γάμου.

Ο Αδάμ, τότε, χωρίς να έχη γυναίκα, γυναίκα απέκτησε.
Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχη άνδρα, άνδρα γέννησε.

Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβησι άλλης γυναίκας. Γι’ αυτό η Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.

Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεσι της πλευράς του.
Αδιάφθορη έμεινε κι η Παρθένος μετά τη γέννησι του βρέφους.

Αλλά πρόσεξε και κάτι ακόμη:
Δεν έπλασε ο Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανισθή στη γη. Προσέλαβε το σώμα του ανθρώπου για να μη φανή ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωσι. Κι ο διάβολος, που είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.

Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται σαν Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από ένα κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννησί του. Γι’ αυτό γεννιέται από παρθένο. γι’ αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη. γι’ αυτό διαφυλάττει την παρθενία της ακεραία: για να γίνη ο παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.

Σ’ αυτόν λοιπόν που θα αμφισβητήση την άσπορη γέννησι του Λόγου του Θεού, θα επικαλεσθώ σαν μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.

Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε η Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν εγέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννησι; Αν πάλι δεν εγέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθη «που ο Χριστός γεννάται», εσύ δεν είπες «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας;» (Ματθ. 2, 4). Μήπως εγώ γνώριζα την πόλι ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του βρέφους που ήρθε στον κόσμο; Ο Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι’ αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για τον Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν εγέννησε η Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία: «Και συ Βηθλεέμ, οίκος του Εφραθά, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα. εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ»; (Ματθ. 2, 6).

Πολύ καλά είπε ο προφήτης «εκ σου». Από σας προήλθε και παρουσιάσθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Παρουσιάσθηκε σαν άνθρωπος για να καθοδηγήση τους ανθρώπους. Παρουσιάσθηκε σαν Θεός για να σώση την οικουμένη.
Μα τί ωφέλιμοι εχθροί είστε εσείς! Τί φιλάνθρωποι κατήγοροι!

Εσείς κατά λάθος δείξατε πως το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς τον φανερώσατε πασχίζοντας να τον κρύψετε. Εσείς τον ευεργετήσατε επιθυμώντας να τον βλάψετε.
Τί αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμπτωχοι είστε και πλουτίζετε άλλους.

Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε. Ελάτε να πανηγυρίσουμε. Είναι παράξενος ο τρόπος της γιορτής - όσο παράξενος είναι κι ο λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.
Ο διάβολος καταντροπιάσθηκε.
Οι δαίμονες δραπέτευσαν.
Ο θάνατος καταργήθηκε.
Ο παράδεισος ανοίχθηκε.
Η κατάρα εξαφανίσθηκε.
Η αμαρτία διώχθηκε.
Η πλάνη απομακρύνθηκε.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσεβείας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού.
Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη.
Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Όλα έγιναν ένα.

Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ο Θεός στη γη κι ο άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ο Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός κι έλαβε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά, και στα χέρια του κρατεί την οικουμένη.

Τρέχουν κοντά του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ’ αστέρι για να φανερώση τον Κύριο του ουρανού. Μα... κι εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια πως πηγαίνει εκεί για ν’ αποφύγη την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Έσται εν τη ημέρα εκείνη Ισραήλ τρίτος εν τοις Ασσυρίοις, και εν τοις Αιγυπτίοις ευλογημένος έσται ο λαός μου εν τη γη ην ευλόγησε Κύριος Σαβαώθ» (πρβλ. Ησ. 19, 24).

Τί λες, Ιουδαίε; Εσύ που ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ο πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;

Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, που τον δέχθηκαν όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν’ αποφύγη την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ο Ισραηλιτικός λαός, που γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτισί του στον Ιορδάνη.

Τί άλλο μένει να πω;

Δημιουργό και φάτνη βλέπω... Βρέφος και σπάργανα... Λεχώνα παρθένο, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή... Ανέχεια πολλή...
Είδες όμως τί πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια; Ο πλούσιος πτώχευσε για χάρι μας. Δεν έχει ούτε κρεββάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε φάτνη ταπεινή τον έχουν αποθέσει...

Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!

Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!

Μέσα στη φάτνη κείτεσαι, και την οικουμένη σαλεύεις.

Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι, και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.

Λέξι ακόμη δεν άρθρωσες, και δίδαξες τους μάγους τη θεογνωσία.

«Τί είπω ή τί λαλήσω;»
Να βρέφος σπαργανωμένο.
Να η Μαρία, μητέρα και παρθένος μαζί.
Να ο Ιωσήφ, πατέρας τάχα του παιδιού.
Εκείνη η γυναίκα, αυτός ο άνδρας. Νόμιμες οι ονομασίες, αλλά χωρίς περιεχόμενο.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο την Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επεσκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε τι να υποθέση για το βρέφος: Να πη πως ήταν καρπός μοιχείας δεν τολμούσε. Να προφέρη λόγο βλάσφημο κατά της Παρθένου δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πώς και από ποιον γεννήθηκε.

Αλλά να που πάνω στη σύγχυσί του παίρνει απάντησι από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Μη φοβού, Ιωσήφ. το γαρ γεννώμενον εξ αυτής εκ Πνεύματός εστιν αγίου» (Ματθ. 1, 20). Και φανέρωσε έτσι σ’ εκείνον και σε μας ότι το Άγιο Πνεύμα επεσκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ο Χριστός θέλησε να γεννηθή από παρθένο αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;

Να γιατί:
Κάποτε ο διάβολος εξαπάτησε την παρθένο Εύα.
Τώρα ο άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε η Εύα ξεστόμισε λόγο που έγινε αιτία θανάτου. Τώρα η Μαρία γέννησε τον Λόγο που έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο που έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο.
Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε τον Σταυρό που έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.

Σ’ αυτόν λοιπόν τον Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, που άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία «συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν».

ΠΗΓΗ:
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
“ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ”
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000