HeadShort.png

Ταπεινοφροσύνη


Ο αββάς Πιστός άρχισε μια διήγηση , λέγοντας:
- Ξεκινήσαμε κάποτε μια συντροφιά από εφτά αναχωρητές, , να πάμε στον αββά Σισώη, που έμενε στο νησί του Κλύσματος, και να τον παρακαλέσουμε να μας πει κάποιο λόγον ωφέλιμο για την ψυχή μας. Κ’ εκείνος μας είπε:
- Συγχωρέστε με , που εγώ, καθώς είμαι αμόρφωτος , δεν έχω τίποτε να σας πω. Αλλά θα σας πω για τον αββά Ωρ και τον αββά Αθρέ, που πήγα κάποτε να τους επισκεφτώ. Ο αββάς Ωρ ήταν άρρωστος επί δεκαοχτώ ολάκερα χρόνια . Και, πηγαίνοντας τους έβαλα μετάνοια, παρακαλώντας τους να μου πούνε λόγο πνευματικό. Και μου λέει ο αββάς Ωρ:
- Τι να ‘χω να σου πω εγώ; Πήγαινε, κι ό,τι βλέπεις πράξε. Ο Θεός ανήκει σ’ εκείνον που είναι πλεονέχτης στα πνευματικά και σε όλα βιάζει τον εαυτό του.
Ο αββάς Ωρ κι ο Αββάς Αθρέ δεν ήταν από τα ίδια μέρη, αλλά μονοιάσανε τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε να μείνουν αχώριστοι ως το θάνατο. Ο αββάς Αθρέ είχε μεγάλην υπακοή, κι ο αββάς Ωρ μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Έμεινα , λοιπόν, μερικές μέρες κοντά τους, προσπαθώντας να ιδώ τις αρετές τους, κ’ είδα ένα θαυμαστό σημείο , που έκαμε ο αββάς Αθρέ. Κάποιος δηλαδή τους έφερε ένα μικρό ψάρι, κι ο αββάς Αθρέ θέλησε να μαγειρέψει για τον Γέροντα, τον αββά Ωρ. Κρατούσε το μαχαίρι κ’ έκοβε το ψάρι, όταν τον κάλεσε ο αββάς Ωρ, λέγοντας:
- Αθρέ, Αθρέ!
Κι εκείνος άφησε το μαχαίρι, έτσι όπως το ‘χε, μέσα στο ψάρι., δίχως να κόψει το υπόλοιπο , κ’ έτρεξε αμέσως στον Γέροντα! Κ’ είδα και θαύμασα τη μεγάλην υπακοή του, γιατί δεν είπε: « περίμενε μια στιγμή, να κόψω το ψάρι». Κ’ είπα τότε στον αββά Αθρέ:
- Πού βρήκες αυτή την υπακοή;
- Δεν είναι δική μου αυτή η υπακοή, μου απαντά, μα είναι του Γέροντα.
Με τράβηξε λίγο παράμερα μετά, και μου λέγει:
- Έλα να ιδείς και μόνος σου τη μεγάλην υπακοή του.
Και παίρνει ένα κομμάτι ψάρι να το ψήσει, και το ‘καψε λίγο, επίτηδες. Το έδωκε ,λοιπόν , στον Γέροντα, κ’ εκείνος το ‘φαγε δίχως να πει τίποτε. Στο τέλος τον ρωτά:
- Καλό ήταν, Γέροντα;
- Πολύ καλό, απάντησ’ εκείνος.
Ύστερα του έφερε το άλλο ψάρι, πολύ καλά ψημένο, και του λέει:
- Αυτό το έκαψα λίγο, Γέροντα.
- Ναι, το ‘καψες λίγο, είπε ο Γέροντας.
Και μου λέει τότε ο αββάς Αθρέ:
- Είδες που, καθώς σου έλεγα, η υπακοή είναι του Γέροντα;
Κ’ έφυγα τότε από κοντά τους. Και ό,τι είδα τις μέρες που έμεινα κοντά τους, προσπάθησα το κατά δύναμη να το φυλάξω και να του το εφαρμόσω.
Αυτά είπε στους εφτά αναχωρητές ο αββάς Σισώης και σιώπησε.
Ένας από μας τότε τον παρακάλεσε λέγοντας:
- Κάνε αγάπη , Γέροντα, και πες μας κ’ εσύ ένα λόγο.
Και κείνος μας είπε:
- Όποιος έχει το αψήφιστο, δηλ. την ταπεινοφροσύνη με τη σωστή γνώση, δίχως να ενδιαφέρεται για τιμές και τι θα πουν οι άλλοι γι’ αυτόν, αυτός εφαρμόζει όλα όσα λέει ο αγία Γραφή.
Ένας άλλος από μας τον ρώτησε:
- Τι είναι η ξενιτεία, Γέροντα;
Κ’ εκείνος απάντησε:
- Το να σιωπάς, λέγοντας μέσα σου: «δεν έχω δικό μου ούτε το παραμικρότερο πράγμα, σ’ όποιον τόπο κι αν βρεθώ», αυτό είναι η ξενιτεία.

Από το βιβλίο: «Π.Β. ΠΑΣΧΟΥ
ΤΟ ΕΑΡ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
ΜΙΚΡΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ Α΄»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΊΤΑΣ
ΣΤ΄ΕΚΔΟΣΗ

Συνέχισε να αγωνίζεσαι! [π. Λίβυος]

 

Ξέρω ότι πολλές φορές αισθάνεσαι ότι δεν κατάφερες τίποτα.

Ότι πάλι έπεσες στα ίδια πάθη, στα ίδια λάθη, σε εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις αδύναμος, ένοχος και αμετανόητος.

Και όμως είχες δώσει μια υπόσχεση στο Θεό και τον εαυτό σου. Κι όμως είχες πει, «δεν θα το ξανακάνω ποτέ πια». Είχες γονατίσει μάλιστα στην προσευχή γι αυτό το θέμα με την καρδιά γεμάτη πόνο αλλά και ελπίδα ότι δεν θα ξανασυμβεί. Κι όμως, πάλι ήρθε, πάλι το συναντάς, το πάθος, την αδυναμία, το λάθος και αστοχία. Αισθάνεσαι ότι τίποτε δεν άλλαξε, ότι όλα είναι πάλι τα ίδια, ότι πάλι από την αρχή.

Κι όμως δεν είναι έτσι. Άδικα χτυπάς τον εαυτό σου και μάλιστα πιο σκληρά από όλους του δήμιους και βασανιστές. Ξέρεις κάτι;; η δική σου ματιά είναι η πιο σκληρή.

Όταν βρίσκεσαι σε ένα δρόμο, και κινείσαι δεν σημαίνει ότι έφτασες και στο προορισμό. Μπορεί να πέσεις, να χτυπήσεις, να λασπωθείς, να χαθείς μάλιστα, όμως δεν παύει να είσαι μέσα στο δρόμο. Ο ιερός Χρυσόστομος τι λέει: το φοβερό δεν είναι να πέσεις αλλά να μείνεις κάτω.

Ποσό εγωισμό θέλει, ώστε να επιθυμείς να φτάσεις αμέσως στο τέρμα πριν καν ακόμη ξεκινήσεις. Να μην βλέπεις τι μπορείς και τι αντέχεις κάθε φορά, αλλά τι και πως θα έπρεπε να είσαι. Όχι τι είσαι αλλά τι θα έπρεπε να είσαι. Αυτό είναι συμβόλαιο θανάτου. Είναι σίγουρη αποτυχία.

Όταν σε έχουν δέσει με σχοινιά και αυτό είναι τα πάθη, δεν είναι δυνατόν να λυθείς αμέσως. Όμως κάθε φορά που εσύ θα παλεύεις και θα αγωνίζεσαι, ακόμη κι αν δεν έχεις ελευθερωθεί, θα έχεις έστω και λιγάκι κάνει πιο ανώδυνο το σφίξιμο, έχεις λασκάρει τα σχοινιά, έχουν γίνει πιο άνετα. Έχεις λιγάκι κερδίσει την ελευθερία σου.

Δεν το βλέπεις όμως αυτό. Δεν το νιώθεις; Εσύ νιώθεις ότι είσαι το ίδιο και χειρότερα. Γιατί;

Μα γιατί δεν έχεις μάθει να εκτιμάς τα απλά μαθήματα, τα σιγαλά βήματα, τον αρμονικό ρυθμό. Θέλεις σπουδαία και θαυμαστά, θέλεις υψηλά και μέγιστα, θέλεις να μην πονάς και μην δακρύζεις, να γίνουν όλα ανώδυνα και πολύ γρήγορα, όπως το φαγητό σου, το ποτό σου, το κινητό σου, το αμάξι σου, η αγάπη σου.

Δεν κατανόησες ότι δεν έχει σημασία το ταξίδι αλλά η διαδρομή. Ότι αυτή σε διδάσκει.

Ότι μια πτώση μπορεί να σε ωφελήσει πολύ περισσότερο από μια μεγάλη σου «αρετή».

π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (π. Λίβυος)

Φώτης Κόντογλου: Η βασιλεία των ουρανών, μέσα μας βρίσκεται

 

Άμα χαλαστεί ο άνθρωπος, αρχίζει να σιχαίνεται τα απλά και τα φτωχά πράγματα. Μα πολλές φορές ξανάρχεται στον παλιό εαυτό του, σαν τον μεθυσμένον που ξεμέθυσε, και τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη όρεξη για την απλότητα, και χαίρεται μέσα του και ειρηνεύει, και θέλει να ζει ταπεινά και ήσυχα.


Τότε του αρέσουνε πάλι τα ταπεινά και τ’ απονήρευτα πράγματα, και νοιώθει μέσα του την γλυκύτητα του Χριστού και την ειρήνη που είναι μέσα στο Ευαγγέλιο.

Γιατί χωρίς απλή καρδιά, αληθινός χριστιανός δεν γίνεται κανένας. Αυτό θα το νοιώσεις από κάποια λόγια των αγίων που λένε: «Όποιος δεν γνώρισε την ειρήνη, δεν γνώρισε τη χαρά.


Αν αγαπάς την πραότητα, ζήσε με ειρήνη· κι αν αξιωθείς την ειρήνη, θα χαίρεσαι σε κάθε καιρό. Άνθρωπος με πολλές έγνοιες, δεν ειμπορεί να γίνει πράος και ησύχιος.

Η ταπείνωση μαζεύει την καρδιά, κι όταν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, ευθύς τον σκεπάζει το έλεος. Η προσευχή είναι χαρά. Η βασιλεία των ουρανών, μέσα μας βρίσκεται. Η χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος για το Θεό, είναι πιο δυνατή από τούτη τη ζωή.

Όποιος φτωχεύει από τα πλούτη του κόσμου, πλουτίζεται με τα πλούτη του Θεού. Όποιος αγαπά τα φανταχτερά πράγματα, δεν μπορεί να έχει ταπεινά αισθήματα, γιατί η καρδιά από μέσα τυπώνεται με τα ίδια σχήματα που είναι απ’ έξω.

proseuxi.gr

Μετανοήσαμε; (α,β) π. Δημητρίου Μπόκου

ΜΕΤΑΝΟΗΣΑΜΕ; (α)

Οι άγιοι τρεις Παίδες
Ο αρχαίος βασιλιάς των Βαβυλωνίων Ναβουδοχοδονόσορ κυρί-ευσε την Ιερουσαλήμ, κατέστρεψε τον Ναό του Σολομώντα, αφού λε-ηλάτησε τους θησαυρούς του και μετέφερε αιχμαλώτους στη Βαβυ-λώνα τους περισσότερους από όσους Ισραηλίτες επέζησαν από τις σφαγές. Αυτή είναι η λεγόμενη βαβυλώνια αιχμαλωσία που κράτησε εβδομήντα χρόνια. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο προφήτης Δανιήλ με τους τρεις ευσεβείς φίλους του Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ. Κατά θεία οικονομία ο Ναβουχοδονόσορ τους περιέβαλε με την ευ-μένειά του και τους εμπιστεύθηκε τα ανώτερα αξιώματα στη διακυ-βέρνηση του βασιλείου του.
Κάποτε ο Ναβουχοδονόσορ έφτιαξε ένα τεράστιο χρυσό ομοίωμά του, το έστησε σε μια πεδιάδα και πρόσταξε να πέσουν όλοι να το προσκυνήσουν. Οι τρεις φίλοι του Δανιήλ όμως αρνήθηκαν και ο βα-σιλιάς τους έριξε σε ένα φοβερό καμίνι, που είχε πυρακτωθεί σε υ-περβολικό βαθμό, «επταπλασίως». Αλλά οι τρεις νέοι έμειναν αβλα-βείς, καθόσον άγγελος Θεού, όμοιος «υιώ Θεού», κατέβηκε στην και-ομένη κάμινο και η φωτιά δεν τους άγγιξε καθόλου, ούτε τις τρίχες τους, ούτε τα ρούχα τους. Από τη στιγμή που βρέθηκαν στο φλεγό-μενο καμίνι, ο Αζαρίας στάθηκε όρθιος «εν μέσω του πυρός» και εξ ονόματος των τριών, αλλά και εξ όλου του ισραηλιτικού λαού, προ-σευχήθηκε στον Θεό με τα λόγια:
«Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας», διότι είσαι δίκαιος σε όλα όσα έκαμες σε μας, «και πάντα τα έργα σου αληθινά και ευθείαι αι οδοί σου» και όλες οι αποφάσεις σου είναι σωστές. Με ακρίβεια και δίκαιη κρίση επέφερες όλα αυτά εναντίον μας, «διά τας αμαρτίας ημών». Διότι «ημάρτομεν και ηνομήσαμεν και των εντολών σου ουκ ηκούσαμεν, ουδέ συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν, καθώς ενετείλω ημίν», για να ζήσουμε ευτυχείς και ασφαλείς. Και όλα όσα έφερες εναντίον μας, τα έκαμες με δίκαιη και αληθινή κρίση. Και μας παρέδωσες «εις χείρας εχθρών ανόμων και βασιλεί αδίκω και πονηροτάτω παρά πάσαν την γην». Και τώρα είμαστε εντελώς αναπολόγητοι. Δεν μπορούμε ούτε να ανοίξουμε το στόμα μας. Διότι «εσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη και εσμέν ταπεινοί εν πάση τη γη σήμερον διά τας αμαρτίας ημών» (Δαν. κεφ. 3).
Πόθεν οι δοκιμασίες;
Οι άγιοι τρεις Παίδες, καίτοι θεοσεβέστατοι οι ίδιοι και πιστοί μέχρι θανάτου στον Θεό, αισθάνονται τη φοβερή δοκιμασία της αιχ-μαλωσίας τους και της καταδίκης τους σαν μια απόλυτα δίκαιη κρίση του Θεού, που υπαγορεύθηκε από τις αμαρτίες τους. Γνωρίζουν τη διαθήκη μεταξύ του Θεού και του λαού του, τη συμφωνία που έλαβε χώρα επίσημα στο όρος Σινά. Εκεί ο Θεός προειδοποίησε ότι η μη τή-ρηση της συμφωνίας αυτής εκ μέρους του λαού του, θα συνοδεύεται από φοβερές συνέπειες. Η αποστασία του λαού παροξύνει τον Θεό, ο οποίος λέγει: «Αποστρέψω το πρόσωπόν μου απ’ αυτών και δείξω τί έσται αυτοίς επ’ εσχάτων ημερών• ότι γενεά εξεστραμμένη εστίν, υιοί οις ουκ έστι πίστις εν αυτοίς… Πυρ εκκέκαυται εκ του θυμού μου, καυθήσεται έως άδου κάτω, καταφάγεται γην και τα γεννήματα αυ-τής, φλέξει θεμέλια ορέων… Συνάξω εις αυτούς κακά και τα βέλη μου συντελέσω εις αυτούς» (Δευτ. κεφ. 32). Πάμπολλες φορές ο Θεός επέφε-ρε τις συμφορές αυτές για να συνετίσει και να οδηγήσει σε μετάνοια τον λαό του, με αποκορύφωμα την περίφημη εβδομηκονταετή βαβυ-λώνια αιχμαλωσία.
Η αντίληψη ότι οι αμαρτίες του λαού επισύρουν την οργή του Θεού («Κύριος κρινεί τον λαόν αυτού»), είναι γενική και διαχρονική. «Εάν τα δικαιώματά μου βεβηλώσωσι και τας εντολάς μου μη φυλά-ξωσιν, επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και εν μάστιξι τας αδικίας αυτών» (Ψαλμ. 88, 32-33). Ο προφήτης Ησαΐας συνοψίζει δρα-ματικά: «Εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε• εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται• το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα» (Ησ. 1, 19-20). «Εάν είχες ακούσει τις εντολές μου, η ειρήνη σου θα ξεχυνόταν σαν ποτάμι και η δικαιοσύνη σου σαν το κύμα της θάλασσας» (Ησ. 48, 18). Το αψευδές στόμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επισφραγίζει: «Εάν μη μετανοήτε, πάντες ομοίως απολείσθε» (Λουκ. 13, 3).
Για ποιο σκοπό παραχωρούνται;
Θαυμάσια εκθέτει τη διδασκαλία αυτή ο άγιος Βασίλειος στην περίφημη ομιλία του «ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός». Εκεί εξηγεί ότι έχουμε δύο ειδών κακά. Το ένα είναι «φύσει κακόν» και «ό-ντως κακόν», επειδή είναι κακό «ως προς την εαυτού φύσιν». Και τέ-τοιο κακό είναι μόνο η αμαρτία, που όμως εξαρτάται από το δικό μας αυτεξούσιο, από τη δική μας προαίρεση. Το προκαλούμε αποκλειστικά εμείς, «εξ ημών ήρτηται». Το άλλο κακό είναι όσα φαίνονται σε μας κακό, «το δοκούν κακόν», επειδή προξενούν στην αίσθησή μας και στην ψυχή μας πόνο και θλίψη. Αρρώστιες, στερήσεις, λιμοί (πείνα), λοιμοί (επιδημίες), ανομβρίες, πλημμύρες και κάθε είδους φυσικές καταστροφές, θάνατοι. Αυτά όλα είναι για μας κακό «διά το της αισθήσεως αλγεινόν, αγαθού δε δύναμιν έχον».
Τί αγαθό όμως εμπεριέχεται μέσα σε όλα αυτά που μας ταλαι-πωρούν; Επειδή εμείς προξενούμε με τη δική μας θέληση το πραγμα-τικό κακό, την αμαρτία, ο Θεός επιτρέπει να μας βρουν όλα αυτά που είναι οδυνηρά στις αισθήσεις μας και στην ψυχή μας, για να διορθω-θούμε. Να σταματήσουμε να διαπράττουμε το «κυρίως κακόν». Γι’ αυτό, λέγει ο άγιος Βασίλειος, ενσκήπτουν «νόσοι πόλεων και εθνών», ξηρασίες και αφορίες της γης και άλλες χειρότερες περιστάσεις του βίου, «της κακίας την αύξησιν περικόπτουσαι». Έχουν επινοηθεί από τον Θεό όλα αυτά «προς αποχήν της αμαρτίας». Μ’ αυτές τις μαζικές μάστιγες ο Θεός σωφρονίζει «την πάνδημον πονηρίαν».
Δεν θα μπορούσε όμως ο Θεός να μας διορθώνει με πιο ήπια μέσα; Μα ο Θεός ξεκινάει πολύ διακριτικά και απαλά. Καθημερινά με χίλιους δυο τρόπους μας στέλνει μηνύματα. Αλλά οι άνθρωποι συνή-θως κωφεύουμε. Η καρδιά μας είναι δεμένη με το εφήμερο. Με την απόλαυση της στιγμής. Αναζητεί απεγνωσμένα την επίγεια ευτυχία. Ασωτεύει. Λησμονούμε ότι αληθινή χαρά είναι μόνο η σχέση μας με τον Θεό. Γι’ αυτό έρχονται τα βαρύτερα, δοκιμασίες και θλίψεις, για να μας θυμίσουν ότι πρέπει να επιστρέψουμε ξανά στον Πατέρα μας.
Ο Θεός δρα μόνο θεραπευτικά
Όπως ο γιατρός πολεμάει και αφαιρεί από το σώμα την αρρώ-στια, αλλά δεν είναι αυτός που βάζει την αρρώστια μέσα στο σώμα, έτσι και ο Θεός. «Αναιρεί το κακόν», αλλά δεν είναι αυτός που προκα-λεί το κακό. Για τις τομές (εγχειρήσεις), τους καυτηριασμούς και τους ακρωτηριασμούς που κάνει ο γιατρός, δεν είναι ο ίδιος αίτιος αλλά η νόσος. Έτσι και «οι των πόλεων αφανισμοί» και όλα τα άλλα κακά έ-χουν ως αιτία την αμετρία των αμαρτιών μας και όχι τον Θεό. Ο για-τρός μάχεται την αρρώστια και όχι τον άρρωστο, έστω και αν του προκαλεί πόνους και οδύνη, και μάλιστα θεωρείται και ευεργέτης του, επειδή με αυτά τον θεραπεύει. Έτσι και ο Θεός είναι όντως αγαθός, επειδή με τις δοκιμασίες περιορίζει την αμετρία του κακού και εξασφαλίζει σε όλους τη σωτηρία. Ο γιατρός όσο κι αν ταλαιπωρεί, δεν τιμωρεί τον άρρωστο. Ό,τι κάνει, είναι για να τον θεραπεύσει. Έτσι και ο Θεός. Είναι αρρώστια η αμαρτία και ο αμαρτωλός ασθενής. Ό,τι κάνει ο Θεός, είναι για να τον θεραπεύσει, όχι να τον τιμωρήσει.
Οι δοκιμασίες που επιτρέπει ο Θεός είναι οι χειρουργικές επεμ-βάσεις του για τη διόρθωση του κακού. Είναι το χειρουργικό του νυ-στέρι με το οποίο επεμβαίνει θεραπευτικά. Επεμβαίνει ο Θεός, δεν αφήνει το κακό ανεξέλεγκτο. Ποτέ όμως δεν δρα τιμωρητικά, αλλά μόνο για να ωφελήσει τον αμαρτάνοντα. Για να διορθώσει και να πε-ριορίσει το κακό από το οποίο νοσεί ο άνθρωπος. «Μάλλον ουδέ κο-λάζει, αλλά διορθούται μόνον» (Άγιος Ιω. ο Χρυσόστομος). Ακόμα και ο θάνατος του αμαρτωλού, που φαίνεται σαν τιμωρία Θεού, είναι ευ-εργεσία προς τον αμαρτάνοντα. Όταν εξαντληθεί κάθε άλλο μέσο για διόρθωσή του, όταν αποκλεισθεί κάθε πιθανότητα μετανοίας του, ο παντογνώστης Θεός τού επιφέρει θάνατο, «ίνα μη το κακόν αθάνατον η». Για να σταματήσει κάποτε να αμαρτάνει και αυτός. Να μη συνεχίζει επ’ άπειρον να επιβαρύνει τη θέση του.
[Μια αναγκαία παρένθεση εδώ: Υπενθυμίζουμε, ότι η αγιογραφι-κή και πατερική γλώσσα είναι ανθρωπομορφική, συγκαταβατική στην ανθρώπινη ασθένεια. Η χρήση των όρων «τιμωρία», «κόλαση», «θυμός ή οργή Θεού», όπως και πολλών άλλων συναφών, είναι εντε-λώς καταχρηστική. Απευθύνεται προς τον άνθρωπο που πνευματικά βρίσκεται στο επίπεδο του δούλου ή του μισθωτού, για να τον διεγεί-ρει στη μετάνοια. Δεν έχει να κάνει με την πραγματική φύση του Θεού, που είναι τέλειος, απαθής, δεν οργίζεται και δεν έχει καμμιά τι-μωρητική διάθεση μέσα του. Κάθε επέμβαση του Θεού είναι καθαρά θεραπευτική και παιδαγωγική, γίνεται μόνο όταν από αυτήν πρόκειται να προκύψει πνευματική ωφέλεια για τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι «ο βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονομών και το συμφέρον πάσιν απονέμων». Με βαθειά σοφία και απέραντη αγάπη ενεργεί και οικονομεί τα πάντα για το καλό μας. Κυβερνά τον κόσμο, επεμβαίνει, περιορίζει και ελέγχει το κακό, αλλά πάντα με αγάπη, οι ενέργειές του είναι διορθωτικές και θεραπευτικές, ποτέ τιμωρία, ακόμα και για τον αμετανόητο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Είναι γιατρός, πατέρας, παιδαγωγός, αλλά ποτέ τιμωρός με το νομικό πνεύμα της ανθρώπι-νης δικαιοσύνης, που απαιτεί την τυφλή εφαρμογή του σχήματος «παράβαση-τιμωρία».
«Ο Θεός δεν τιμωρεί, ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται, απομακρυ-νόμενος από τον Θεό. Είναι, ας πούμε, εδώ νερό, εκεί φωτιά. Είμαι ε-λεύθερος να διαλέξω. Βάζω το χέρι μου στο νερό, δροσίζομαι. Το βά-ζω στη φωτιά, καίγομαι» (Άγιος Πορφύριος). Μέσα στο πνεύμα αυτό ο Θεός είναι και ο τελικός κριτής των πάντων, αλλά η κρίση του δεν εί-ναι τιμωρία, όπως φρονούν μερικοί, μεταφέροντας στον Θεό τον τρόπο της ανθρώπινης δικαιοσύνης. «Ο Θεός ου κολάζει τινά εν τω μέλλοντι», αλλά ο άνθρωπος διαλέγει ελεύθερα αν θα μετέχει ή όχι στη ζωή του Θεού. «Έστιν ουν η μεν μετοχή του Θεού τρυφή, η δε αμεθεξία κόλασις» (Άγ. Ιω. ο Δαμασκηνός)].
Η περίπτωση της Νινευή
Στο πνεύμα αυτό κινούνται και οι απειλητικές προειδοποιήσεις του Θεού μέσω των προφητών του. Σκοπεύουν να προκαλέσουν τη μετάνοια των ανθρώπων και την αποφυγή της παιδαγωγικής δοκι-μασίας τους. Οι προφητείες αυτές λοιπόν εξαγγέλλονται από τον Θεό από αγάπη. Με την πρόθεση να ματαιωθούν, ή έστω να μετρια-σθούν, αν υπάρξει μετάνοια εκ μέρους των ανθρώπων. Έτσι ο προ-φήτης Ιωνάς διατάχθηκε να μεταβεί στην αρχαία Νινευή, πόλη με 600.000 πληθυσμό, και να αναγγείλει: «Έτι τρεις ημέραι και Νινευή καταστραφήσεται», γιατί η κακία των ανθρώπων της έφτασε μέχρι τον θρόνο του Θεού.
Οι Νινευΐτες πήραν στα σοβαρά το προμήνυμα του Θεού. Πί-στεψαν τα λόγια του προφήτη, κήρυξαν γενική νηστεία και περιβλή-θηκαν σάκους σε ένδειξη πένθους. Ο βασιλιάς έδωσε πρώτος το πα-ράδειγμα. Εγκατέλειψε τον θρόνο του, πέταξε τη βασιλική πορφύρα από πάνω του, ντύθηκε με ένα σάκο και κάθισε πάνω στις στάχτες. Οι κήρυκες μετέφεραν σε όλη την πόλη το διάταγμά του: Οι άνθρωποι και τα κτήνη και οι βόες και τα πρόβατα να μη γευθούν τροφή, να μη βοσκήσουν και να μην πιουν νερό.
«Και περιεβάλλοντο σάκκους οι άνθρωποι και τα κτήνη και ανε-βόησαν προς τον Θεόν εκτενώς• και απέστρεψαν έκαστος από της ο-δού αυτών της πονηράς και από της αδικίας της εν χερσίν αυτών». Μετανόησαν! Και ο Θεός είδε τη μετάνοιά τους και άλλαξε απόφαση. Καμμία τιμωρία δεν τους επέβαλε, αν και οι αμαρτίες τους είχαν φτά-σει στα μεσούρανα (προς απογοήτευση βέβαια του Ιωνά που διαψεύ-σθηκε και κατηγόρησε ευθέως τον Θεό ούτε λίγο ούτε πολύ για …ασυνέπεια. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Ο σκοπός του Θεού ήταν να σώσει και όχι να απολέσει.
Μετανοίας ο καιρός
Εμείς κατά πόσο θεωρήσαμε τη δοκιμασία του λοιμού που σήμε-ρα μας ταλαιπωρεί, καρπό της δικής μας αμαρτίας; Ταπεινωθήκαμε; Μετανοήσαμε; Κλάψαμε για τις αμαρτίες μας «εν σάκκω και σποδώ καθήμενοι»; Μήπως περιοριστήκαμε μόνο στο αγαπητό μας σπορ να αναζητούμε την αιτία του κακού πάντα έξω από εμάς; Και να ρίχνουμε πρώτοι τον λίθο του αναθέματος στον οιονδήποτε νομιζόμενο αίτιο; Θεωρήσαμε την επιδημία «ως θεραπεία των ημαρτημένων» μας, ή γίναμε οι κριτές της οικουμένης; Μήπως τυχόν και εξισώσαμε τον εαυτό μας με τον άμεμπτο εκείνο Ιώβ και φανταστήκαμε ότι ο Θεός, δοκιμάζοντάς μας, αναδεικνύει απλώς την πνευματική μας ανδρεία και αρετή, το υπέροχο πνευματικό μας ανάστημα;
Αν αυτοί ήταν μόνο οι προβληματισμοί μας, τότε σε τίποτε δεν μας ωφέλησε η «βάθει σοφίας φιλανθρώπως» επισυμβάσα χειρουργι-κή επέμβαση του Θεού. Ματαίως εξαπέστειλε «την ιατρικήν του δύ-ναμιν ουρανόθεν» για να μας θεραπεύσει, μια και εμείς ου χρήζομεν θεραπείας.
Τότε όμως ας ετοιμασθούμε για το επόμενο πικρότερο φάρμακο που ετοιμάζει ο Θεός για να συνέλθουμε απ’ την αναισθησία μας, αφού το πρώτο δεν είχε καμμιά επίδραση πάνω μας. Γιατί ξεκινάει σαν στοργικός πατέρας, αλλά και σοφός γιατρός, με ήπιο τρόπο και ελαφρότερα φάρμακα στην αρχή, αλλά, αν αυτά αποδειχθούν ατελέ-σφορα, θα προχωρήσει κατόπιν και στα δραστικότερα.
Κι αν τελικά τίποτε από αυτά δεν μας συνεφέρει, θα ακούσουμε κάποτε τα φοβερά εκείνα λόγια: «Μωροί και τυφλοί, …λέγω υμίν ότι Τύρω και Σιδώνι (αλλά και Σοδόμοις ακόμα) ανεκτότερον έσται εν τη κρίσει ή υμίν» (Ματθ. 23, 17• Λουκ. 10, 12-14).
Έως λοιπόν «καιρόν έχωμεν», ας κινηθούμε συνετά. Ας εξαγορά-ζουμε τον χρόνο μας με περισσότερη προσευχή, ταπείνωση, μετάνοια, υπομονή. Ας κάνουμε κάτι, έστω και ελάχιστο. Ο Χριστός περιμένει το λίγο, το ένα από μας, για να κάνει εκείνος εκατό.
Σαρακοστή 2020
(Συνεχίζεται)

Διαδίδω την «Α ν τ ι ύ λ η»

ΜΕΤΑΝΟΗΣΑΜΕ; (β)

Η ταυτότητα της Εκκλησίας
Η εξάπλωση της λοιμικής πανδημίας επέφερε συν τοις άλλοις και το κλείσιμο των ναών από την πολιτεία και τον αποκλεισμό των πι-στών από τη συμμετοχή τους στη θεία λατρεία. Αυτή είναι η χειρότερη συνέπεια του λοιμού για τον πιστό λαό του Θεού.
Ιδιαιτέρως δυσβάστακτη και επαχθής είναι η στέρηση της Θείας Κοινωνίας, του Σώματος και Αίματος του Κυρίου, το οποίο τρέφει, αυξάνει, συντηρεί και τελειοί την Εκκλησία. Πολλοί εξεγέρθηκαν, πολ-λές διαμαρτυρίες διατυπώθηκαν, πολλές φωνές ακούσθηκαν, άλλες νηφάλιες και ήπιες, άλλες υβριστικές και στεντόρειες. Άλλοι συνέστη-σαν αυτοκριτική και μετάνοια, άλλοι επιδόθηκαν σε ωμές επικρίσεις κατά των κρατούντων, ιδιαίτερα κατά των εκκλησιαστικών ταγών. Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά το πρόβλημα.
Είναι γεγονός ότι η Θεία Ευχαριστία είναι η αναπνοή, η ζωή της Εκκλησίας. «Διά δε των μυστηρίων και η Εκκλησία σημαίνεται, σώμα ούσα Χριστού και μέλη εκ μέρους», λέγει ο θεολογικώτατος άγιος Νι-κόλαος Καβάσιλας, σύγχρονος και ομότροπος του μεγάλου ησυχαστού θεολόγου αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η Εκκλησία φανερώνεται στην πραγματική της υπόσταση, ότι είναι σώμα Χριστού και οι πιστοί μέλη της, μέσα από τα μυστήριά της. Με τη λέξη μυστήρια εννοείται πάντα το κεντρικό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. «Και γαρ Σώμα και Αίμα Χριστού τα μυστήρια». Στα λειτουργικά κείμενα χρη-σιμοποιείται για την υποδήλωση της Θείας Ευχαριστίας σχεδόν πάντα πληθυντικός, συνοδευόμενος συνήθως από κάποιον επιθετικό προσδιορισμό, όπως τα άχραντα μυστήρια, τα άγια μυστήρια, τα φρικτά μυστήρια κ.λ.π. (πρβλ. π.χ. «ορθοί, μεταλαβόντες των θείων, αγίων, αχράντων, αθανάτων, επουρανίων και ζωοποιών, φρικτών του Χριστού μυστηρίων…»). Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι ακριβώς ένα από τα επτά μυστήρια, όπως συνηθίσαμε επηρεασμένοι από τον δυ-τικό σχολαστικισμό να λέμε, αλλά ανακεφαλαίωση του όλου μυστη-ρίου του Χριστού.
Και πώς η Θεία Ευχαριστία σημαίνει (φανερώνει) την Εκκλησία; «Σημαίνεται δε η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις» όχι συμβολικά, αλλά πραγματικά. Δεν υπάρχει εδώ κάποια λεκτική ή αναλογική απλώς ομοιότητα, αλλά «πράγματος ταυτότης». Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού είναι η αληθινή βρώσις και πόσις. Όταν λοιπόν η Εκκλησία μετέχει στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δεν τα μεταβάλλει σε αν-θρώπινο σώμα, όπως γίνεται με τις άλλες τροφές που τρώμε, αλλά αυτή μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού, επειδή αυτά, ως ανώτερα, υ-περνικούν.
Ο άγιος Νικόλαος χρησιμοποιεί ένα απλό παράδειγμα. Το σίδερο μέσα στη φωτιά γίνεται και αυτό φωτιά. Δεν γίνεται η φωτιά σίδερο. Το κόκκινο πυρακτωμένο σίδερο το βλέπουμε σαν φωτιά και το λέμε φωτιά, γιατί τα χαρακτηριστικά του εξαφανίζονται από τη φωτιά. Έτσι και αν μπορούσε κάποιος να δει την Εκκλησία, όταν ενώνεται με τον Χριστό «και των αυτού μετέχει σαρκών», δεν θα έβλεπε τίποτε άλλο, παρά μόνο το ίδιο το Σώμα του Χριστού. «Ουδέν έτερον ή αυ-τό μόνον το Κυριακόν όψεται Σώμα». Γι’ αυτό και γράφει ο από-στολος Παύλος: «Υμείς εστε Σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους». Όταν λοιπόν οι πιστοί, μεταλαμβάνοντας αυτό το Αίμα και περιβαλλόμενοι αυτό το Σώμα, ζουν αληθινά την εν Χριστώ ζωή, δεν είναι καθόλου άτοπο ή υπερβολικό να λέμε, ότι η Εκκλησία «διά των μυστηρίων ση-μαίνεται», δηλαδή μέσα από τη Θεία Ευχαριστία δείχνει την πραγμα-τική της υπόσταση (Άγ. Νικόλαος Καβάσιλας, PG 150, 452-453).
Δεν μπορεί λοιπόν να μην τελεί η Εκκλησία τη Λειτουργία της. Είναι η αληθινή της φύση αυτό. Άλλωστε Εκκλησία λεγόταν απαρχής η ευχαριστιακή σύναξη, η συνάθροιση των πιστών για την τέλεση της Ευχαριστίας. Και σήμερα ακόμα, όταν μιλάμε για τον εκκλησιασμό, λέμε «πάμε στην Εκκλησία» και όχι στον ναό. Εκκλησία και ευχαριστι-ακή σύναξη ταυτίζονται. Η Εκκλησία πρέπει πάντα, υπό οποιεσδή-ποτε συνθήκες, να τελεί τη Θεία Λειτουργία. Ακόμα κι αν δεν είναι ελεύθερη γι’ αυτό. Γίνεται και Εκκλησία των κατακομβών, αν χρεια-σθεί.
Το μέτρο της οικονομίας
Και ενώ έτσι έχουν τα πράγματα υπό κανονικές συνθήκες, «κατ’ ακρίβειαν», εξωθείται τώρα η Εκκλησία να απαρνηθεί την ταυτότητά της. Διατάχθηκε το κλείσιμο των ναών και απαγορεύτηκε η τέλεση της Θείας Λειτουργίας και η συμμετοχή των πιστών σε αυτή. Εδώ η Εκκλησία καλείται να περάσει σε εναλλακτικό σχέδιο. Να κάμει χρήση της οικονομίας. Να δεχθεί περιορισμό σε ό,τι μπορεί να περιορισθεί. Αλλά να κρατήσει οπωσδήποτε ό,τι δεν επιδέχεται περιορισμό.
Και φυσικά δεν νοείται η Εκκλησία να μην τελεί τη Θεία Λειτουρ-γία, διότι παύει τότε να είναι Εκκλησία. Αναιρεί την ίδια την ουσία της, την αληθινή, βαθύτερη φύση της. Η Θεία Λειτουργία γίνεται υπέρ του κόσμου παντός. Είναι η μικρή ζύμη, το αλάτι της γης, το στοιχείο που συντηρεί τον κόσμο ολόκληρο. Είτε φανερά, είτε μυστικά, η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να μην τελεί τη Λειτουργία της. Ακόμα και όταν δεν μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι πιστοί, η Εκκλησία πρέπει να προσεύχεται για όλους και να προσφέρει την αγία αναφορά υπέρ πάντων. Αυτό είναι κάτι αδιαπραγμάτευτο για την Εκκλησία. Είναι το βασικό της έργο, η ταυτότητά της. Και όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η Εκκλησία πρέπει να βρίσκει πάντα τρόπο να το επιτελεί.
Η μη συμμετοχή τώρα των πιστών είναι το μεγάλο τίμημα, το δυσβάστακτο και οδυνηρό κόστος για το φιλακόλουθο πλήρωμα της Εκκλησίας. Η αποχή από την Θεία Κοινωνία είναι ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο. Αν με το Βάπτισμα ο άνθρωπος γεννιέται πνευμα-τικά, με την Θεία Κοινωνία τρέφεται και αυξάνεται. Για να ζήσει ένα βρέφος, δεν φτάνει απλώς να γεννηθεί, αλλά πρέπει εν συνεχεία και να τραφεί. Πώς πρέπει λοιπόν να διαχειρισθούμε την παρούσα κατά-σταση; Ο πνευματικός μας αγώνας χρειάζεται αλλαγή τρόπου και τα-κτικής.
Το στοιχείο που πρέπει να πρυτανεύει τώρα μέσα μας είναι πε-ρισσότερη μετάνοια, αυτοκριτική, ταπείνωση, προσευχή και υπομονή. Ας το πάρουμε σαν ένα πνευματικό κανόνα που επέτρεψε ο Θεός για τις αμαρτίες μας. Ίσως γιατί δεν αξίζουμε τα πνευματικά αγαθά που είχαμε πριν και τα θεωρούσαμε δεδομένα, χωρίς να τα εκτιμούμε όσο έπρεπε. Τί μας επιτρέπει και τί μας εμποδίζει λοιπόν να είμαστε πραγ-ματικά ενωμένοι με τον Θεό; Πώς αντιμετώπισαν παρόμοιες δυσκολί-ες οι μεγάλοι μας οδηγοί, οι άγιοι;
Ο τρόπος των αγίων
Πολλές φορές οι άγιοι βρέθηκαν παρά τη θέλησή τους σε αντίξο-ες συνθήκες, που δεν τους επέτρεπαν να ζουν με το κανονικό πνευ-ματικό τους πρόγραμμα. Άλλοτε πάλι εφάρμοζαν οι ίδιοι από μόνοι τους πρόγραμμα, που δεν τους επέτρεπε συχνή συμμετοχή στη λα-τρευτική ζωή της Εκκλησίας και στη Θεία Κοινωνία.
Το τελευταίο αυτό συνέβαινε κυρίως στους αναχωρητές, που ασκούνταν κατά μόνας στις ερημιές. Μετείχαν αραιά στη Θεία Λει-τουργία. Όπου ήταν δυνατόν, κρατούσαν Θεία Κοινωνία στο κελλί τους και κοινωνούσαν μόνοι τους. Πολλοί άλλοι όμως, όπως ο άγιος Ονούφριος, η οσία Μαρία η Αιγυπτία κ.λ.π., πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους άγνωστοι στην έρημο και μόνο στο τέλος του επίγειου βίου τους αξιώθηκαν, με θαυμαστό συνήθως τρόπο, να κοινωνήσουν. Η Χάρη του Θεού τους έτρεφε πνευματικά και αναπλήρωνε, με τρόπο που ο Κύριος γνωρίζει, την έλλειψη της Θείας Ευχαριστίας.
Παλαιά επίσης οι μοναχοί είχαν τη συνήθεια να φεύγουν από τα μοναστήρια τους στην αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, για μεγα-λύτερη κατά μόνας άσκηση πιο βαθιά στην έρημο, χωρίς δηλαδή τη συνήθη συμμετοχή στη λατρευτική ζωή, πράγμα που δεν το θεωρού-σαν προφανώς επιζήμιο. Επέστρεφαν στη μονή τους την Κυριακή των Βαΐων. Στην υμνολογία της εβδομάδας προ των Βαΐων γίνονται αναφορές στο γεγονός αυτό. «Συνέλθετε, ήκετε οι εν ερήμοις και οι εν σπηλαίοις υπαντήσαι τον ερχόμενον». «Οι εν τοις όρεσι πάντες και εν ταις ερημίαις συνέλθετε μονασταί». Και όταν επέστρεφαν, έψαλλαν εν χαρά «σήμερον η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγεν».
Αναρίθμητοι μάρτυρες φυλακίσθηκαν και στερήθηκαν την ενεργό συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή. Τους έβλαψε αυτό; Ο απόστολος Παύλος με τον συνεργάτη του Σίλα ρίχτηκαν στις φυλακές των Φιλίππων. Όμως και εκεί, δεμένοι και με τα πόδια ακινητοποιημένα πάνω σε βασανιστικό ξύλο, δεν έπαψαν να προσεύχονται και να ψάλλουν στον Θεό. Μετέτρεψαν τη φυλακή σε Εκκλησία. Η προσευχή τους ήταν τόσο ένθερμη, που προκάλεσε θαυμαστά πράγματα. Έγινε σεισμός, οι πόρτες της φυλακής άνοιξαν και οι αλυσίδες όλων των καταδίκων έπεσαν.
Ο άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα με άλλους σκλάβους. Τις νύχτες ο άγιος, όντας και μοναχός, αντί να ξεκουρασθεί, προσπαθούσε να κάνει τον κανόνα του. Ήταν όμως δεμένοι ανά δύο με την ίδια αλυσίδα. Για να μην ξυπνήσει τον συγκατάδικό του, προσευχόταν χωρίς να σηκώνεται, γέρνοντας α-πλώς λίγο το κεφάλι του. Δεν ξαναβρήκε ποτέ την ευκαιρία να γυρίσει στο μοναστήρι του. Σε τί τον έβλαψε αυτό;
Ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός, καταγόμενος από την Άρτα, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρωσία. Εκεί έπεσε στη δυσμέ-νεια της πολιτικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας, με αποτέλεσμα να φυλακισθεί σε κάποια μονή, όπου έζησε υπό απάνθρωπες συνθήκες. Το χειρότερο όμως ήταν ότι του απαγορεύθηκε εντελώς η συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες και στη Θεία Κοινωνία. Πέρασε 23 χρόνια φυ-λακισμένος και 18 ολόκληρα χρόνια χωρίς να κοινωνήσει. Και όμως ο Κύριος τον παρηγορούσε μυστικά στέλνοντάς του ακόμα και άγγελο στη φυλακή να τον ενισχύσει. Αν και δεν κοινωνούσε τόσα χρόνια, στην ουσία ποτέ δεν υπήρξε χωρισμένος από τον Κύριό του.
Ο Ρώσος ιερομόναχος Αρσένιος, πέρασε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή του στα απάνθρωπα στρατόπεδα κρατουμένων, χωρίς καμμιά δυνατότητα συμμετοχής σε λατρευτική ζωή. Μα η εσωτερική του ερ-γασία και η προσευχή αναπλήρωνε τα πάντα. Κάποτε τιμωρήθηκε με εγκλεισμό στην απομόνωση, σε 30 βαθμούς υπό το μηδέν, με ένα νε-αρό κρατούμενο, τον Αλέξανδρο. Στην απελπισία του νεαρού ο π. Αρσένιος απάντησε με προσευχή. Έβαλε «ευλογητός», χωρίς να φοράει ούτε πετραχήλι. Αμέσως το στενό κατεψυγμένο απομονωτήριο μεταβλήθηκε στα έκπληκτα μάτια του νεαρού σε ευρύχωρη ζεστή Εκ-κλησία, όπου άγιοι και άγγελοι συλλειτουργούσαν με τον π. Αρσένιο, ντυμένο τώρα με ωραιότατα ιερατικά άμφια. Πέρασαν 48 ώρες και τους φάνηκαν σαν 2-3 ώρες, όσο κρατάει μια Λειτουργία. Όταν οι φύλακες άνοιξαν να τους βγάλουν, αντί για κατεψυγμένους και νε-κρούς, όπως τους νόμιζαν, κατάπληκτοι τους βρήκαν ζωντανούς, ακμαίους και ζεστούς.
Στη πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση όχι μόνο έκλεισαν, αλλά και κα-ταγκρεμίστηκαν οι περισσότεροι ναοί. Ο ρωσικός λαός, αλλά και άλ-λοι λαοί, έζησαν επί μακρόν κάτω από αθεϊστικά δικτατορικά καθε-στώτα. Διώχτηκαν και στερήθηκαν κατά το πλείστον την ελεύθερη συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή. Αλλά ενδυναμώθηκαν με ποικί-λους άλλους τρόπους από τη Χάρη του Κυρίου και εξήλθαν από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία τους ζωντανοί και ακμαίοι κατά την πίστη.
Τα μαρτυρολόγια βρίθουν από θαυμαστές διηγήσεις. Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος αγίασε μέσα στον σταύλο του αφέντη του. Αλλά ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς; Πληθύς μαρτύρων και οσίων έζησαν με παρόμοιο τρόπο την επίγεια ζωή τους. «Πείραν έλαβον δεσμών και φυλακής, …υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, …εν ερημί-αις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. 11, 36-38). Τίποτε όμως από αυτά δεν στάθηκε ικανό να τους στερήσει την αληθινή κοινωνία με τον Χριστό. Από ερημοπολίτες έγιναν ουρα-νοπολίτες.
Τίποτε δεν μας εμποδίζει, όπου κι αν βρισκόμαστε, να είμαστε με τον Χριστό, παρά μόνο τα εμπόδια που υψώνονται μέσα στην καρδιά μας. Δεν είναι οι κλειστές πόρτες των ναών που μας χωρίζουν από Αυτόν, αλλά μόνο οι αμαρτίες και τα πάθη μας. Οι άνθρωποι που ποθούν να είναι στη Θεία Λειτουργία, αλλά, παρά τη θέλησή τους, δεν μπορούν, βρίσκονται ήδη μέσα στη Θεία Λειτουργία. Είναι πραγματικά ενωμένοι με τον Χριστό και με όλο το υπόλοιπο σώμα των πιστών. Ναός του Θεού είναι η κάθε καρδιά που ιερουργεί μυστικά τη λογική λατρεία.
Ο άγιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, αλλά και άλλοι άγιοι στο Άγιον Όρος και αλλού, θυμίαζαν πολλές φορές άδεια στασίδια, λέγοντας ότι αυτοί που λείπουν, επειδή απουσιάζουν χωρίς να το θέλουν, βρίσκο-νται πραγματικά εκεί, στη Θεία Λειτουργία. Ενώ κάποιοι άλλοι που ήταν παρόντες τω σώματι, ήταν απόντες τω πνεύματι. Αν υπάρχει θερμός πόθος στην ψυχή, δεν εμποδίζουν τα φυσικά εμπόδια να βρι-σκόμαστε μέσα στη Χάρη της Θείας Λειτουργίας.
Ο άγιος Ιάκωβος, όταν υπηρετούσε, σε καιρό πολέμου, τη στρα-τιωτική του θητεία, έδωσε την άδεια που είχε λάβει για το Πάσχα σε έναν συστρατιώτη του, που την είχε πολλή ανάγκη. Τη νύχτα του Πάσχα, διηγείται ο ίδιος, «ήμουν στη σκοπιά, πάνω σ’ ένα ύψωμα, και έβλεπα από μακριά τους κατοίκους των Αθηνών, που πήγαιναν στις Εκκλησίες. Έλεγα την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, το “Δόξα Σοι ο Θεός. Δόξα Σοι ο Θεός”, και την ημέρα του Πάσχα “Δόξα τη Αγία Αναστάσει Σου, Κύριε”. Όταν άκουσα τις καμπάνες, κατάλαβα ότι εί-παν οι Ιερείς το “Δεύτε λάβετε Φως” και το “Χριστός ανέστη”. Αχ, Χρι-στέ μου! είπα, οι χριστιανοί μας παίρνουν το Άγιο Φως. Και αμέσως ήρθε και σε μένα το Άγιο Φως! Ήρθε ένα φως από ψηλά και κάθισε από πάνω μου, και έγινα όλος φως!»
Ο άγιος Παΐσιος, όταν ασκήτευε στο Σινά, πήγαινε στο μοναστήρι να κοινωνήσει κάθε εβδομάδα, κάθε δεκαπέντε, όπως συνήθιζε. Εκεί όμως είχαν άλλο πρόγραμμα. «Μου λέει ένας εκεί, διηγείται ο ίδιος, “όχι κάθε εβδομάδα, αλλά τέσσερις φορές τον χρόνο πρέπει να κοινωνούν οι καλόγεροι”. Τότε είχαν τυπικό να μην κοινωνούν συχνά. Φορούσα και επανωκαλύμαυχο. ”Ούτε επανωκαλύμαυχο”, λέει. Αυτοί το έβαζαν μόνο στις τελετές. ”Να ’ναι ευλογημένο”, λέω. Και το είχα και εγώ ριγμένο στον ώμο σαν κασκόλ και δεν με απασχόλησε ξανά. Τί; Να μαλώσω; Ετοιμαζόμουν εν τω μεταξύ κάθε φορά για τη Θεία Κοινωνία και πήγαινα στην Εκκλησία. Την ώρα που ο παπάς έλεγε: ”Μετά φόβου Θεού…”, έσκυβα το κεφάλι και έλεγα: «Εσύ γνωρίζεις, Χριστέ μου, πόση ανάγκη έχω». Και ένιωθα τέτοια αλλοίωση, που δεν ξέρω αν θα την ένιωθα, αν κοινωνούσα». Αυτή η ταπείνωση χρειάζεται τώρα και σε μας. Είναι ικανή να ανατρέψει κάθε πρόβλημα.
Ένας προσκυνητής στο Άγιον Όρος δεν πρόλαβε να εξομολογη-θεί και δεν θεώρησε άξιο τον εαυτό του να κοινωνήσει. Την ώρα της Θείας Κοινωνίας, βλέποντας τους μοναχούς να κοινωνούν, κατηγο-ρούσε τον εαυτό του, ότι για τις αμαρτίες του δεν ήταν άξιος να κοι-νωνήσει. Την στιγμή εκείνη αισθάνθηκε μέσα στο στόμα του τη Θεία Κοινωνία. Κατά τρόπο μυστικό και ακατάληπτο ο Κύριος ή άγγελος Κυρίου τον κοινώνησε και το στόμα του ευωδίασε. Το ίδιο θαύμα έ-ζησε και ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Έγκλειστος στο κελλί του, προ-σευχόταν κλαίοντας με μεγάλη ταπείνωση και αυτομεμψία και έλεγε, ότι για τις αμαρτίες του δεν ήταν άξιος να παρευρεθεί στη Θεία Λει-τουργία με τους άλλους πατέρες. Και η Χάρη του Θεού τον επισκέφ-θηκε. Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά του με το Άγιο Ποτήριο και ο όσιος γέροντας κοινώνησε από το χέρι του αγγέλου Σώμα και Αίμα Χριστού (https://www.youtube.com/watch?v=FBbxf7Mc0lc). (Βλ. και άρθρο μας: «Η Παναγία μας υψώνει» στο διαδίκτυο).
Μετάνοια, ταπείνωση, υπακοή
Να, ο καρπός της αυτοκριτικής και της ταπείνωσης. Δεν μας ε-μποδίζουν οι κλειστές πόρτες των ναών να είμαστε ενωμένοι με τη Χάρη του Θεού, αλλά η άρνησή μας να πούμε: «Για τις αμαρτίες μου συμβαίνει αυτό». Κανένας και τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού, εκτός από εμάς τους ίδιους. Ο πόνος και η θλίψη μας ας μεταποιηθούν σε θερμή προσευχή. Και ο Θεός που ά-κουσε τον προφήτη Ιωνά από τα βάθη της θάλασσας, από την κοιλία του κήτους, θα ακούσει και εμάς, από όπου κι αν βρίσκεται ο καθένας μας. Η Χάρη του ενεργεί ανάλογα με τις ανάγκες μας. Είναι μεγαλύτερη τώρα η ανάγκη μας; Θα υπερπερισσεύσει και η Χάρη του.
Αντί λοιπόν για φωνές και ακατάσχετα υβρεολόγια προς κάθε κατεύθυνση, ας θεωρήσουμε και τον εαυτό μας συνυπεύθυνο για ό,τι μας συμβαίνει. Η Θεία Κοινωνία δεν είναι δικαίωμά μας για να το απαιτούμε. Είναι ακατάληπτη συγκατάβαση του Θεού στην αναξιότητά μας και δίδεται μόνο σε «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη» καρδιά. Και όπως στον Πανάγιο Τάφο το Άγιο Φως τρέχει από μόνο του και βρίσκει και ανάβει τα κεριά πολλών προσκυνητών μακριά και έξω από τον ναό, έτσι και ο Θεός θα μας βρει όπου κι αν βρισκόμαστε, αν δεν βάζουμε εμείς εμπόδια στον δρόμο του.
Ας μην περνάμε κατευθείαν στην κατάκριση των πνευματικών μας πατέρων. Αν κάπου δεν πράττουν καλώς, είναι ο Θεός που θα τους κρίνει και όχι εμείς. Αν νομίζουμε ότι δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων, ας τους βοηθήσουμε, ενισχύοντάς τους με προσευχή γεμάτη αγάπη. Αν όμως περιφέρουμε χωρίς έλεος τη γύμνωση των πατέρων μας, μιμούμενοι «τον Χαμ εκείνον τον πατραλοίαν», αντί να την καλύπτουμε «οπισθοφανώς ανακάμπτοντες», θα επισύρουμε πά-νω μας το επιτίμιο της πατροκτονίας κι εμείς, έστω και αν οι κρίσεις μας είναι ορθές.
Αντί για φωνές, υβρεολόγια και κατάκριση, ας κατανοήσουμε ότι «η υπακοή είναι πάνω απ’ όλα, διότι υπακοή σημαίνει ταπείνωση. Ακόμη και πάνω από το μαρτύριο. Δηλαδή, εάν ένας άνθρωπος του πει ο πνευματικός του: «Δεν έχεις ευλογία, να μαρτυρήσεις» και πάει και μαρτυρήσει, αυτό είναι παρακοή, δεν είναι κατά Θεόν. Και συνήθως δεν θα έχει καλό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό, μη γινόμαστε από μόνοι μας ομολογητές και μάρτυρες. …Δεν είναι ακίνδυνο το να απο-φασίζουμε μόνοι μας ότι αυτό είναι ομολογία, ότι αυτό είναι μαρτύριο και πρέπει να το κάμνουμε. Εάν είναι ώρα μαρτυρίου, η Εκκλησία θα μας πει: «Μείνετε σταθεροί, αδελφοί μου, έστω κι αν χάσετε τη ζωή σας»! …Έχει μεγάλη ασφάλεια η υπακοή. Η ανυπακοή είναι επικίνδυνη, θα φέρει κακά αποτελέσματα. …Μην παρακούετε στην Εκκλησία, γιατί είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Πολλοί που παράκουσαν στην Εκκλησία και για καθαρά σωστούς λόγους, στο τέλος πλανήθηκαν. «Μείνε στην Εκκλησία», λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «καλύτερα να πλανάσαι μαζί με την Εκκλησία, παρά να κάμνεις το σωστό και να ’σαι εκτός Εκκλησίας»! (Μητροπολ. Λεμεσού Αθανάσιος).
Αν νοιώθουμε λοιπόν χωρισμένοι από τον Θεό, ας ψάξουμε την αιτία μέσα μας και όχι στις κλειστές πόρτες των ναών. Ας ταπεινώ-σουμε, καθήμενοι «εν σάκκω και σποδώ», τον λογισμό μας. «Ημάρ-τομεν και ηνομήσαμεν». Τί το παράξενο; Ανθρώπινο είναι. Μην το αφήσουμε όμως να γίνει και δαιμονικό. Ας μετανοήσουμε τώρα! Μη ζητάμε να ανοίξουν μόνο οι ξύλινες πύλες των ναών. Από τα βάθη της δικής του αβύσσου ο καθένας μας, ας φωνάξει «εν όλη καρδία» του: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα». Και Εκείνος σίγουρα θα τις ανοίξει. Περιμένει πάρα πολύ να το ακούσει αυτό.
Καλό Πάσχα! Καλή Ανάσταση!
Σαρακοστή 2020

 

Διάκριση

Διδαχή του Γέροντος Βαρλαάμ στον Ιωάσαφ: σε κάποια πόλη οι πολίτες είχαν έθιμο να επιλέγουν για βασιλιά τους έναν άγνωστο που δεν ήξερε τους νόμους και τα έθιμά τους. Αφού τον έστεφαν βασιλιά, τον έντυναν με πανέμορφα ρούχα, τον έτρεφαν αφειδώς και τον περιέβαλαν με κάθε πολυτέλεια. Ωστόσο μόλις περνούσε ένας χρόνος από τη στέψη του , τον εκθρόνιζαν, του έπαιρναν πίσω τα ρούχα και όλες τις ανέσεις που του έδωσαν και τον οδηγούσαν τελείως γυμνό σε κάποιο απομακρυσμένο νησί, όπου μπορούσε να πεθάνει από τις κακουχίες και τη δυστυχία. Ύστερα, οι πολίτες αυτής της πόλεως διάλεγαν άλλον ξένο για βασιλιά τους, μόνο για ένα χρόνο πάλι, κατόπιν διάλεγαν έναν τρίτο ξένο, ύστερα έναν τέταρτο, πέμπτο, έκτο κ.ο.κ.
Κάποτε συνέβη να επιλέξουν έναν πολύ σοφό και προσεκτικό άνθρωπο για βασιλιά τους. Αυτός πληροφορήθηκε από τους υπηρέτες του το τι είχε συμβεί στους προηγούμενους βασιλείς , μετά την ετήσια θητεία τους. Έτσι, λοιπόν, στη διάρκεια της δικής του θητείας συγκέντρωνε επιμελώς προμήθειες τροφίμων  και αγαθών και τα έστελνε καθημερινά σ’ εκείνο το νησί. Όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος του και ήρθαν και του πήραν όλα όσα είχε, αγαθά και ρούχα, οδηγώντας τον ύστερα στο νησί της εξορίας, εκείνος βρέθηκε με τεράστια αποθέματα φαγητών, πολύτιμων λίθων, ασημιού και χρυσού, κι έτσι συνέχισε να ζει εκεί ακόμη καλύτερα απ’ ό,τι είχε ζήσει στην πόλη!
Η ερμηνεία αυτής της ιστορίας;  Η πόλη αντιπροσωπεύει τον κόσμο, οι πολίτες τα πονηρά πνεύματα και οι βασιλείς είναι οι άνθρωποι, άφρονες ή σοφοί. Οι άφρονες σκέπτονται μόνο τις απολαύσεις της παρούσας ζωής, σαν να ήταν αιώνιες˙ στο τέλος έρχεται ο θάνατος κα τους στερεί όλες τις απολαύσεις και τότε, απογυμνωμένοι από κάθε αγαθό, πηγαίνουν στην κόλαση. Απεναντίας , οι σοφοί επιτελούν πολλά καλά έργα και στέλνουν τα καλά έργα τους να προπορεύονται στον άλλο κόσμο. Στην κοίμησή τους, οι σοφοί βασιλείς – οι αγαθοί άνθρωποι- αναχωρούν για εκείνο τον κόσμο, όπου τους περιμένουν συσσωρευμένοι θησαυροί και όπου βασιλεύουν με ακόμη μεγαλύτερη δόξα και ομορφιά απ’ ό,τι βασίλευαν εδώ στη γη!

Από το βιβλίο: «Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Πνευματικό ημερολόγιο
Ο Πρόλογος της Αχρίδος
Βίοι Αγίων, Ύμνοι, Στοχασμοί και Ομιλίες για κάθε ημέρα του χρόνου.
Νοέμβριος»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ

Σελίδα 1 από 2